Κείμενο - φωτογραφίες: Γιάννης Γιατράκος
Ultrasharp, Ultrapoint, Hi carbon Steel, Cutting Point, Chinu, Iseama, Kiji, Keiryu, Koi, Sode, Live Bait, Open Eye, Wide Gape, Specimen, Specimen Eyed, Barbed, Eyed Barbed, Koaji Douchi, Koaji Marujiku, Barbless, Aberdeen, Circle Hooks. Τι σημαίνουν όλα αυτά τα περίεργα ονόματα που συναντάμε πάνω στις συσκευασίες των αγκιστριών;
Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ή και οι ίδιοι δεν έχουμε συστήσει κάποιο αγκίστρι σαν το καλύτερο; Πόσες ακόμα φορές δεν έχουμε νιώσει ικανοποίηση όταν αυτό που συστήσαμε έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα; Πολύ συχνά λοιπόν στις ψαρο-συζητήσεις μας κάνουμε λόγο για τη σημασία της επιλογής του κατάλληλου αγκιστριού σε σχέση πάντα με το είδος του ψαριού που έχουμε σαν στόχο να ψαρέψουμε αλλά και το δόλωμα που σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε. Αυτό συμβαίνει γιατί, ανάλογα με το στόμα του κάθε ψαριού και πως αυτό είναι κατασκευασμένο, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο δοκιμάζει και "χτυπάει" στο δόλωμα με το αγκίστρι όπου και τελικά από εκεί προκύπτει η ανάγκη μας για την διαφορετική χρήση αγκιστριού.
Η πρώτη μας συνήθως επαφή με τα αγκίστρια σαν ερασιτέχνες ψαράδες και ελάχιστα πριν το χάος, γίνεται σχεδόν πάντα μέσα σ’ ένα κατάστημα ειδών αλιείας. Εκεί ξεκινάει η πρώτη μας ερώτηση στον καταστηματάρχη σχετικά με τα αγκίστρια που θα ζητήσουμε και ο οποίος ανάλογα με τον τρόπο που θα μας αντιμετωπίσει και φυσικά τις γνώσεις και την όρεξη που έχει, θα μας δώσει και το πιο κατάλληλο μέσα από την πλούσια γκάμα που συνήθως διαθέτει. Από εκεί λοιπόν, για τον άπειρο ερασιτέχνη ξεκινάει και το μαγικό ταξίδι στο θαυμαστό αλλά ταυτόχρονα μπερδεμένο κόσμο των αγκιστριών. Για να μας βοηθήσει κάποιος στην αρχική μας επιλογή, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να γνωρίζουμε το μέγεθος του αγκιστριού που θέλουμε έστω και κατά προσέγγιση, κατόπιν το σχήμα του, δλδ., να έχουμε σχηματίσει από πριν μια εικόνα του τι περίπου ζητάμε, κοντό στέλεχος, μακρύ στέλεχος, με γωνία στη καμπύλη του ή στρογγυλό με πιο ανοιχτή καμπύλη, την τεχνική που εξασκούμε, τα ψάρια που θέλουμε να πιάσουμε και τέλος το δόλωμα που θα δολώσουμε ώστε να επιλέξουμε αυτό που θα καλύπτει περισσότερο τις ανάγκες μας.
Όταν τα ψάρια τρώνε μίζερα, η κλασσική συνήθεια των ψαράδων είναι να αλλάζουν το αγκίστρι τους μ’ ένα νούμερο μικρότερο ή και δυο πολλές φορές. Προσωπικά κάνω το αντίθετο και μεγαλώνω το μέγεθος του αγκιστριού και αυτή μου η τακτική δεν μ’ έχει προδώσει ποτέ ενώ μου έχει χαρίσει ιδιαίτερα ζηλευτά θηράματα…
Ένας γενικός οδηγός για τη σωστή επιλογή αγκιστριών είναι κατ’ αρχήν το δόλωμα που θα χρησιμοποιήσουμε. Η χρήση bigattini π.χ., έχει δείξει ότι δουλεύουν αγκίστρια με κοντό σχετικά στέλεχος, ανοιχτή καμπύλη και ακίδα προς τα μέσα ενώ το δέσιμο να είναι με παλέτα. Υπάρχουν στην αγορά αγκίστρια στο ίδιο μέγεθος και σχήμα όπου αντί για παλέτα έχουν κρίκο για το δέσιμο του παράμαλλου. Η επιλογή είναι μάλλον καθαρά θέμα ψυχολογίας περισσότερο και ίσως και θέμα ευκολίας χρήσης στο δέσιμο, οπότε το αφήνουμε στο καθένα να κάνει την επιλογή με δικά του κριτήρια. Το στέλεχος του αγκιστριού θα πρέπει να μην είναι ιδιαίτερα χοντρό για να μην τραυματίζει τα σκουληκάκια και να διατηρούνται περισσότερο χρόνο ζωντανά και ατόφια όση ώρα ψαρεύουν. Με τις προνύμφες, δουλεύουν πολύ καλά κι άλλοι τύποι αγκιστριών όπως αυτοί με γωνία στο κάτω μέρος της καμπύλης αν και προσωπικά τα χρησιμοποιώ όταν έχω ζωντανά σκουλήκια τύπου ακροβάτη, μαύρο ή καραβιδάκι.
Τα αγκίστρια με λεπτό στέλεχος στον κορμό, έχουν την ιδιαιτερότητα να τρυπάνε πολύ εύκολα εκτός από τα bigattini και τα στόματα των ψαριών, αρκεί το κάρφωμα και η σύλληψη να έχει γίνει στο πλαϊνό μέρος του στόματος τους ή στο χοντρό μέρος των χειλιών τους ώστε το κράτημα του ψαριού να γίνει από το σημείο της καμπύλης του που είναι και το πιο ενισχυμένο. Αν τα αγκίστρια αυτά δεν τρυπήσουν εκεί που θέλουμε αλλά γαντζώσουν επιπόλαια μέσα σε κάποιο ουρανίσκο, το πιο πιθανό είναι να ανοίξουν, γιατί δημιουργείται γωνία σε σχέση με την πετονιά μας και είναι απίθανο να κρατήσουν το θήραμα αγκιστρωμένο. ‘Ένα άλλο θέμα είναι ότι θέλουν συχνά αλλαγή κατά τη διάρκεια του ψαρέματος, γιατί εκτός του ότι χάνουν πολύ εύκολα τον αιθέρα τους, επειδή είναι σχετικά μαλακά στον κορμό δεν αντέχουν για δεύτερο ή τρίτο μεγάλο ψάρι συνεχόμενα και ανοίγουν χωρίς απαραίτητα να σπάνε με αποτέλεσμα να γίνονται σχεδόν ίσια και να χάνουμε θηράματα, οπότε θα πρέπει να τα ελέγχουμε τακτικά.
Αγκίστρια με μέτριο προς χοντρό στέλεχος, γυρισμένη ελαφρά ακίδα προς τα μέσα, ανοιχτή καμπύλη και δέσιμο παλέτας είναι η αγαπημένη μου επιλογή με τα περισσότερα δολώματα που χρησιμοποιώ. Δεν ανοίγουν σχεδόν ποτέ, πολύ σπανιότερα σπάνε αλλά αυτό μάλλον πρέπει να οφείλεται σε αστοχία υλικών περισσότερο σε συνδυασμό με υπερβολικά μεγάλες και συνεχόμενες τάσεις για αρκετή ώρα και κάρφωμα πάνω σε κάτι σκληρό όπου του δημιούργησε λάθος γωνία και δεν ξεπέρασε σωστά. Τα χρησιμοποιώ με bigattini, με ζωντανά σκουλήκια, με ζυμάρια, με καραβιδάκι, με καλαμπόκι σε κονσέρβα, με μικρές ζωντανές γαρίδες και άλλα πολλά ακόμη. Σημαντικό είναι επίσης ότι επειδή σαν σχήμα αγκιστριού είναι πολύ διαδεδομένο και κλασσικό, το βρίσκουμε παντού και υπάρχουν σε χρώμιο, μαύρο, χρυσό και μπρονζέ κάτι μεταξύ καφέ και χρυσού, οπότε ανάλογα χρησιμοποιούμε και το πιο κατάλληλο για τη στιγμή που το θέλουμε.
Αστοχία υλικού αγκιστριού στον κορμό, σημαίνει σπάσιμο στη διάρκεια μιας μάχης…
Τα αγκίστρια με κρίκο, προσωπικά τα χρησιμοποιώ σε λίγο μεγαλύτερα μεγέθη από τα συνηθισμένα κυρίως για να δολώσω ζωντανά ψαράκια ή μεγαλύτερες γαρίδες και σπανιότερα για νωπά δολώματα όπως φιλέτο σαρδέλας, καλαμάρι σε λωρίδες και οστρακοειδή. Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση σχετικά με το κρίκο του αγκιστριού, αν θα είναι υπό γωνία ή ίσιος σε σχέση με το στέλεχος, απλά αλλάζω τον τρόπο με τον οποίο τα δένω στο παράμαλλο. Αν ο κρίκος είναι υπό γωνία, δένω στο στέλεχος και περνάω το παράμαλλο από την πίσω πλευρά κι από μέσα από το κρίκο ενώ αν είναι ίσιος τον δένω από αυτόν με κόμπο Palomar (από το 4:25 έως το 5:22 είναι ο κανονικός Palomar) ο οποίος και μου εξασφαλίζει ιδιαίτερα μεγάλες αντοχές. Επειδή κάποια πράγματα τα έχω συνδυάσει και με τις ιδιαιτερότητες των τόπων που ψαρεύω, σχεδόν πάντα όταν θα δολώσω γαρίδες ή ψαράκια ζωντανά θα βρίσκομαι κάπου εσωτερικά σ’ ένα λιμάνι αναζητώντας κυρίως μεγάλα λαβράκια. Τόποι, που ενώ φαινομενικά δείχνουν να είναι πολύ εύκολοι και σε προϊδεάζουν για ένα ξεκούραστο ψάρεμα, στην πραγματικότητα είναι το εντελώς αντίθετο κι αυτό γιατί κρύβουν πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις από δεμένα σκάφη, ρεμέντζα σκαφών, σημαδούρες και βουλιαγμένα σκοινιά που δεν φαίνονται κι άλλα πολλά εμπόδια.
Εκεί λοιπόν χρειάζομαι εκτός από δυνατά εργαλεία, όπου κάθε ψάρι θα αντιμετωπίζεται με τρόπο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια αντίδρασης, πολύ ισχυρά αλλά μικρά αγκίστρια, μάνα και παράμαλλο σε αρκετά μεγαλύτερες διαμέτρους και κόμπους που θα μου αποδώσουν το μέγιστο της αντοχής τους. Σ’ αυτά τα μέρη, σε καμία περίπτωση δεν θέλω ένα μεγάλο ψάρι να κάνει βόλτες τρομάζοντας τα υπόλοιπα και ακόμη χειρότερα να το χάσω από λάθος στον εξοπλισμό μου ενώ θα το έχω τραυματίσει άσχημα και θα φύγει πανικοβλημένο. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του ψαρέματος, για να μην πω των ψαρεμάτων ολόκληρης της χρονιάς, πόσες ευκαιρίες θα έχουμε για μια και ίσως τελευταία συνάντηση με το ψάρι τρόπαιο; Για τους παραπάνω λόγους λοιπόν, η επιλογή του εξοπλισμού και των επιμέρους συνοδευτικών, θα πρέπει να είναι διαλεγμένη με τα καλύτερα και τα αυστηρότερα κριτήρια ώστε σε κάθε περίπτωση να ελαχιστοποιούνται οι όποιες απώλειες ψαριών μπορεί να προκύψουν.
Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δείχνουμε όταν δένουμε αγκίστρια με παλέτα, το δέσιμο των οποίων πρέπει να είναι πάντα από την εσωτερική μεριά της παλέτας του αγκιστριού δλδ., προς την πλευρά που είναι η μύτη του. Κατά την αγορά αγκιστριών με παλέτα, όταν θα έχουμε ελεύθερο χρόνο θα πρέπει να κάνουμε με τυχαία επιλογή αγκιστριών μερικά δεσίματα με κάποια παράμαλλα που διαθέτουμε στον εξοπλισμό μας και να ελέγξουμε το δέσιμο ακριβώς στην αρχή της παλέτας γιατί ενδέχεται να υπάρχει αστοχία στο σημείο αυτό και να κόβεται το παράμαλλο αν και το θεωρώ σπάνιο να συμβεί. Προσωπικά μου έχει τύχει και ευτυχώς δεν τα είχα ανακατέψει με τα υπόλοιπα που διατηρούσα μέσα σ’ ένα κουτάκι μαζεμένα με το ίδιο μέγεθος και κωδικό. Τα αγκίστρια αυτά δυστυχώς πρέπει να πεταχτούν στα σκουπίδια χωρίς δεύτερη σκέψη. Ένα άλλο που πρέπει να ελέγχουμε είναι ο αιθέρας της μύτης του αγκιστριού ο οποίος μπορεί και κατά τη διάρκεια του ψαρέματος να στομώσει και να μην καρφώνει σωστά. Χαρακτηριστικό του στομωμένου αγκιστριού που σίγουρα το έχουμε δει όλοι μας είναι όταν προσπαθούμε να περάσουμε το πρώτο bigattini σε αυτό και δείχνει να μην το περνάει απαλά και να βγαίνει από την άλλη μεριά αλλά να το "σκάει" και να βγάζει το ζουμί του από μέσα. Αυτό είναι δείγμα ότι το αγκίστρι μας χρειάζεται άμεση αντικατάσταση γιατί μπορεί είτε από προηγούμενο πιάσιμο ψαριού είτε από ακούμπημα – σκάλωμα κάπου στο βυθό, να χάλασε ο αιθέρας του και να μη μπορεί να καρφώνει σωστά.
Κάθε μέγεθος αγκιστριού, έχει και διαφορετικό πάχος στο κορμό του, αυτό σημαίνει πως ιδιαίτερα λεπτά αγκίστρια δεν μπορούν να δεθούν με πολύ χοντρά σε διάμετρο παράμαλλα γιατί θα λύνονται οι σπείρες και θα φεύγουν από την παλέτα τους όσο σφιχτά και να τα δέσουμε. Μπορεί όμως να συμβαίνουν καταστάσεις που θέλουν ιδιαίτερα προσεκτική μεταχείριση, όπως π.χ., τα αγκίστρια που διαθέτουν κρίκο στο πάνω μέρος του στελέχους τους, αν ο κρίκος είναι υπό γωνία σε σχέση με τον κορμό και το δέσουμε από το σώμα, την άκρη μπορούμε να την περάσουμε μέσα από τον κρίκο έτσι ώστε να είναι σε ευθεία γραμμή σε σχέση με τον κορμό του αγκιστριού. Αν ο κρίκος είναι ίσιος σε σχέση με το σώμα, τότε το αγκίστρι θα πρέπει να δεθεί από τον κρίκο και μόνο, γιατί αν δεθεί από το σώμα και περαστεί η πετονιά μέσα από τον κρίκο από την εσωτερική μεριά, τότε το αγκίστρι ψαρεύει κάνοντας γωνία προς τα έξω, πράγμα που είναι λάθος ενώ αν η πετονιά περαστεί από την εξωτερική πλευρά του κρίκου, πάλι θα κάνει γωνία αλλά προς τα μέσα αυτή τη φορά, κάτι που και πάλι είναι λανθασμένο. Στις περιπτώσεις αυτές που ανέφερα, ακόμα και να καρφώσουμε το ψάρι είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να το δουλέψουμε σωστά και σίγουρα θα έχουμε απώλειες με χαμένα ψάρια.
Κάτι άλλο πολύ σημαντικό, είναι ότι θα πρέπει να δείχνουμε προσοχή στα αγκίστρια με κρίκο υπό γωνία, αν είναι κολλημένος ο κρίκος στο σώμα ή αν είναι ανοιχτός και απλά εφάπτεται. Αν είναι κολλημένος, θα πρέπει να έχουμε ελέγξει από πριν αν η κόλληση στο σημείο αυτό έχει κάποιο ψεγάδι το οποίο θα πρέπει με κάποιο τρόπο να λειάνουμε και να τα έχουμε έτοιμα για όταν τα χρειαστούμε να τα δέσουμε. Στην περίπτωση που ο κρίκος είναι ανοιχτός στο σημείο που εφάπτεται με τον κορμό κι εμείς επιχειρήσουμε να δέσουμε από τον κορμό του αγκιστριού, στη μάχη μ’ ένα μεγάλο ψάρι, ο εξοπλισμός μας θα δεχτεί σημαντικές πιέσεις σε διάφορα σημεία και ένα από αυτά θα είναι και η πρώτη σπείρα πετονιάς που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον κρίκο και έρχεται σε επαφή με το γυρισμένο σύρμα του κρίκου και το οποίο στη συνέχεια θα αποδειχτεί και η αχίλλειος πτέρνα μας.
Η λύση είναι να δέσουμε 2-3 σπείρες από το ίδιο παράμαλλο από ξεχωριστό κομμάτι φυσικά και να τις σπρώξουμε στο σημείο αυτό κόβοντας όσο περισσότερο μπορούμε τις άκρες τους για να μην εξέχουν αφού πρώτα σφίξουμε τον κόμπο μας στη θέση του. Μπορούμε να ασφαλίσουμε το "ψεύτικο" αυτό δέσιμο με ελάχιστη κόλλα στιγμής και να το σκουπίσουμε στο σημείο αυτό μ’ ένα πανάκι ή με λίγο χαρτί αν και δεν κρίνεται απαραίτητο το βήμα με την κόλλα. Κατόπιν θα δέσουμε το κανονικό μας παράμαλλο κάτω από αυτές τις σπείρες και αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα το κανονικό δέσιμο να "σπρώχνει" τις σπείρες αυτές στην ένωση και να προστατεύει το παράμαλλό μας από πιθανό πλήγωμα και κόψιμο σε ακραίες καταστάσεις με μεγάλα και ζόρικα θηράματα.
Τα αγκίστρια έχουν ένα κακό ιδίωμα, όλα καρφώνουν απλά ο κάθε ερασιτέχνης ψαράς πρέπει να βρει αυτό που τον βολεύει, τον καλύπτει και τον κάνει να νιώθει σιγουριά μαζί του...
Τέλος για τα αγκίστρια με παλέτα, να αναφέρω πως το πλήθος των σπειρών που δημιουργούμε πάνω στο κορμό του αγκιστριού, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αντοχή του κόμπου μας. Από παρατηρήσεις και λεπτομερείς καταγραφές αντοχής με εξειδικευμένο εργαλείο μέτρησης, διαπίστωσα πως μια σπείρα λιγότερη ή περισσότερη με τον ίδιο πάντα τρόπο δεσίματος, αυξάνει ή μειώνει την αντοχή του κόμπου μας. Δεν θα αναφέρω τις δικές μου μετρήσεις, για έναν απλό λόγο τον οποίο και θα εξηγήσω αμέσως γιατί: οι μετρήσεις αυτές, κάθε φορά που άλλαζα μια παράμετρο, όπως το πάχος του αγκιστριού, έμεναν σταθερές σε μια ευρεία κλίμακα διαφορετικών διαμέτρων παράμαλλου ενώ παρατηρήθηκαν διαφορές στην αντοχή του κόμπου σε σχέση με τις σπείρες από 0,10 mm σε 0,22 mm για παράδειγμα, όπου όσο μεγάλωνε η διάμετρος, λιγόστευαν οι σπείρες από μια κάθε φορά έως και δυο με τρείς το μέγιστο. Οπότε θα πρέπει ο καθένας μας να πειραματιστεί ανάλογα για να αποκτήσει μια σαφή εικόνα και να έχει σωστά δεμένους κόμπους χωρίς να αφήνεται τίποτα στην τύχη όπως η παραπάνω λεπτομέρεια.
Όταν τώρα δολώνουμε ένα αγκίστρι, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε κι άλλους παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στη σύλληψη κι αυτοί είναι το βάρος, η σκληρότητα και η αντοχή του δολώματος στο τσίμπημα ή ακόμα και στο πέταγμα (συνήθως εννοούμε τη διαδικασία βολής με το καλάμι), το μέγεθος και το είδος του δολώματος σε σχέση με τα ψάρια που ψάχνουμε και πολλές φορές ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουμε να το παρουσιάσουμε και φυσικά αν μιλάμε για νωπό ή ζωντανό, κάτι που αλλάζει δραματικά τα πάντα ακόμη και το σχήμα ή το χρώμα του. Από προσωπική παρατήρηση σε αρκετά ψαρέματα με bigattini και εγγλέζικη τεχνική, έχω διαπιστώσει πως αλλάζοντας το αγκίστρι με ένα άλλο ίδιο αλλά διαφορετικού χρώματος, σε μια μέρα η οποία φαινόταν τραγική ως προς τα ψαρευτικά αποτελέσματα, να αλλάζει σε μια πολύ καλή έως και άριστη με ζηλευτά θηράματα.
Για να προλάβω τους δύσπιστους, θα αναφέρω το εξής: πολλές φορές την ώρα που έπαιρνα τσιμπιές με κάποιο χρώμα αγκιστριού, άλλαζα στο αρχικό πάλι χρώμα και ως δια μαγείας τα ψάρια στο ίδιο σημείο έπαυαν να ενδιαφέρονται ενώ είναι σίγουρο πως βρίσκονταν εκεί. Αλλαγή πάλι με αγκίστρι βαμμένο και ξανά το ίδιο σκηνικό. Τα συμπεράσματα θα τα αφήσω να τα βγάλει ο καθένας μόνος του, απλά την επόμενη φορά που θα βρεθείτε για ψάρεμα σε κάποιο βραχώδες τοπίο, συνοδεία μιας θεωρητικά υποσχόμενα ονειρικής μέρας και τα ψάρια δεν θα δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για τα μικρά σκουληκάκια που τα ταΐζετε, πριν αποχωρήσετε από το σημείο με αρνητικά συναισθήματα, δοκιμάστε να αλλάξετε το αγκίστρι σας μ’ ένα χρυσό ή ένα μαύρου χρώματος και μπορεί να εκπλαγείτε. Να σημειώσω επίσης, πως σε περιπτώσεις σαν αυτή που ανέφερα παραπάνω, συνήθως αρκούμαστε σε κάποια αλλαγή του παράμαλλου με άλλο μικρότερης διαμέτρου κι αν δεν αλλάξει το αποτέλεσμα, να θεωρούμε λανθασμένα φυσικά, πως δεν έχει ψάρια ή εκείνη τη μέρα δεν τρώνε.
Σε συνέχεια των παραπάνω και για λόγους τους οποίους αγνοούμε και μόνο υποθετικά μπορούμε να συζητήσουμε, μια αλλαγή από χρώμιο σε μαύρο ή χρυσό ή και ανάποδα αν ξεκινήσαμε π.χ., με χρυσό, να μας ξαφνιάζει ευχάριστα. Μπορεί λοιπόν το αγκίστρι μας να γυαλίζει και να ενοχλεί τα ψάρια, μπορεί εκείνη τη μέρα να τους προκαλεί δυσπιστία να γευτούν το δόλωμα μας και να φταίει το μαύρο χρώμα που επιλέξαμε να ξεκινήσουμε, ενώ άλλη μέρα να είναι ουδέτερο κι άλλα πολλά. Σε καμία περίπτωση δεν δέχομαι πάντως ότι το αγκίστρι δεν φαίνεται ή έχει το ίδιο χρώμα με το δόλωμα και δεν τα ενοχλεί. Έχω την πεποίθηση πως πάντα φαίνεται, όπως και το παράμαλλό μας, απλά κάποιες φορές η επαναλαμβανόμενη χρήση του ίδιου χρώματος αγκιστριού να τα κάνει πιο δύσπιστα ειδικά σε πολύ ψαρεμένους τόπους όπου τα ψάρια γνωρίζουν τις τεχνικές που εξασκούμε καλύτερα κι από εμάς τους ίδιους και χρειάζεται αυτό το κάτι παραπάνω για να τα ξεγελάσουμε.
Κι εδώ ήρθε η ώρα για το μεγάλο διχασμό μεταξύ των ψαράδων ειδικά με τις τεχνικές όπου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και τους δυο τύπους αγκιστριών. Τα αγκίστρια με αρπάδι, είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο και είμαι σίγουρος πως τα έχουν χρησιμοποιήσει όλοι σαν πρώτη επιλογή και ειδικότερα σαν αρχάριοι. Τι γίνεται όμως με τα αγκίστρια που δεν διαθέτουν αρπάδι κάτω από τη μύτη τους; Όλα καλά θα έλεγε κάποιος γνωστός μου, τι άλλα; Και θα άλλαζε αμέσως κουβέντα προκαλώντας με να συνεχίσω τη συζήτηση απλά και μόνο από πείσμα για την απέχθειά του ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Κατ’ αρχήν πρόκειται για μια εξαιρετική ιδέα για όποιον τα σκέφτηκε για χρήση στο ψάρεμα (στο εξωτερικό κυκλοφορούν πολλά χρόνια), γιατί η αίσθηση που καρφώνουν το δόλωμα ή το ψάρι είναι μαγική, πραγματικά σαν να καρφώνεις βούτυρο, καμία αντίσταση, τέλεια λείανση χωρίς το παραμικρό ψεγάδι και προσωπικά τα βρίσκω και τρομερά ελκυστικά, σχεδιαστικά μιλώντας πάντα. Τόσο ελκυστικά, που όταν τα πρώτο αντίκρυσα δεν έβλεπα την ώρα να τα δοκιμάσω αν και με αρκετά προβλήματα στην αρχική μας γνωριμία.
Προτείνονται σε περιπτώσεις όπου η απελευθέρωση ψαριών είναι το ζητούμενο, όπως οι αγώνες αλιείας που σκοπός τους είναι η βαθμολογία και όχι ο τραυματισμός ή η θανάτωση των θηραμάτων, δλδ., ο απόλυτος σχεδόν σεβασμός σ’ έναν άξιο αντίπαλο και η επιστροφή στο φυσικό του περιβάλλον. Επίσης, το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας κάποιοι έχουν αρχίσει να τα χρησιμοποιούν και να τα έχουν στο βαλιτσάκι με το βασικό τους εξοπλισμό, όχι για λόγους εντυπωσιασμού αλλά ακριβώς για αυτό που προσφέρουν.
Όπως όλα τα αγκίστρια όμως έτσι κι αυτά δεν έχουν μόνο προτερήματα αλλά και ελαττώματα ή μάλλον δυσκολία στη χρήση τους και ένα από αυτά είναι ότι τα δολώματα φεύγουν εύκολα από πάνω, ειδικά το bigattini αν και υπάρχουν πολλοί έξυπνοι τρόποι να τα κρατήσουμε πάνω στο στέλεχος χωρίς να γλιστράνε προς τα έξω και να μένουμε με άδειο αγκίστρι. Ένας από τους δημοφιλέστερους πιθανόν, είναι να καρφώσουμε μετά το δόλωμα ένα μικροσκοπικό κομμάτι από λαστιχάκι, το οποίο τα εμποδίζει να φύγουν από πάνω αν και όποιος ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τα αγκίστρια αυτά, θα βρει πολλούς ενδιαφέροντες τρόπους συγκράτησης αυτών στο διαδίκτυο. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για πολλά δολώματα ακόμα που βρίσκουν εφαρμογή στο ψάρεμα με τις τεχνικές αυτές και τη χρήση των barbless.
Το δεύτερο και ίσως σημαντικότερο ελάττωμα είναι ότι μετά το κάρφωμα του ψαριού, θα πρέπει να ασκούμε διαρκώς μια μόνιμη τάση στο ψάρι με τη βοήθεια του καλαμιού μας και σε καμία περίπτωση να μην υπάρξει χαλάρωση ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, γιατί αυτόματα επειδή δεν υπάρχει αρπάδι να συγκρατήσει το ψάρι, αυτό θα απελευθερωθεί. Θεωρητικά είναι δύσκολο αλλά στην πράξη και με λίγη εξάσκηση μαθαίνουμε εύκολα τον τρόπο χειρισμού των ψαριών και με επιμονή κάποια στιγμή θα μπορούμε να τα ψαρέψουμε με άνεση και χωρίς το φόβο της απώλειας ενός θηράματος. Η χρήση των αγκιστριών αυτών δεν προτείνεται σε καμία περίπτωση σε αρχάριους ή σε ψαράδες που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα την κατάλληλη εξοικείωση με το να είναι πάντα σε επαφή με τα ψάρια κατά τη διάρκεια της μάχης μ’ αυτά.
Κάθε ψάρι έχει το στόμα του και κάθε αγκίστρι την αιχμή του. Ο σωστός συνδυασμός αυτών των δυο στοιχείων, θα μας καθοδηγήσει στη σωστή επιλογή του κατάλληλου αγκιστριού, ανάλογα με τα ψάρια που στοχεύουμε και το δόλωμα που χρησιμοποιούμε…
Αν και πρακτικά μπορούμε να δολώσουμε τα πάντα πάνω σε οποιοδήποτε τύπο αγκιστριού, καλό θα ήταν πριν δέσουμε κάποιο αγκίστρι πάνω στο παράμαλλο μας, να αφιερώσουμε ελάχιστα δευτερόλεπτα σκέψης πριν πάρουμε στην τύχη όποιο βρούμε μπροστά μας και ψαρέψουμε. Ένα αγκίστρι με μακρύ στέλεχος, θα συγκρατήσει καλύτερα ένα κομμάτι σκουληκιού όπως ο ακροβάτης ή το καραβιδάκι ενώ αντίθετα δεν είναι και η πιο σοφή επιλογή αν δολώσουμε bigattini. Αν στοχεύουμε σε μεγάλα θηράματα και γνωρίζουμε με κάποιο τρόπο την ύπαρξη τους, είναι παράλογο να επιμένουμε σε σύλληψη με πολύ μικρά μεγέθη αγκιστριών ή να στομώνουμε με δόλωμα όλο το αγκίστρι και να έχουμε την απαίτηση να καρφώσει κιόλας. Τα πολύ λεπτά αγκίστρια, θέλουν ιδιαίτερους χειρισμούς και προσεκτικές κινήσεις, λεπτά εργαλεία και διαμέτρους πετονιάς ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει τα ψάρια όταν πλησιάζουν την απόχη να είναι όσο το δυνατόν γίνεται χωρίς δυνάμεις, αδύναμα να προβάλλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Το αντίθετο συμβαίνει σε πιο χοντρά εργαλεία όπου εκεί υπάρχει μια σχετική άνεση στο χειρισμό και η σιγουριά αυτών μας δίνει ακόμα και κάποια περιθώρια λάθους.
Τα αγκίστρια για χρήση με ζωντανά δολώματα, επειδή από κατασκευής είναι μεγαλύτερα φυσικά, θα πρέπει όταν δολώνουμε τέτοια δολώματα να ήμαστε προσεκτικοί, γρήγοροι στις κινήσεις μας και να μην τα τραυματίζουμε για να μεγιστοποιούμε το χρόνο που παραμένουν ζωντανά και να αυξάνεται η αποδοτικότητα τους. Ο τρόπος με τον οποίο δολώνουμε ζωντανά δολώματα έχει αναφερθεί σε άλλο άρθρο, εδώ απλώς να σημειώσω πως η επιλογή αγκιστριών για ζωντανό, πρέπει να είναι με κοντό στέλεχος, με κρίκο στο πάνω μέρος για ελευθερία κινήσεων και όσο πιο ελαφριά σε βάρος γίνεται για να μην ενοχλούν και κουράζουν γρήγορα το δόλωμα μας.
Όλα τα αγκίστρια, δεν κάνουν για όλα τα ψάρια όπως δεν κάνουν κι όλα τα μεγέθη για όλα τα δολώματα…
Ανάλογα λοιπόν με τις περιπτώσεις, η κατάλληλη επιλογή αγκιστριού έχει τεράστια σημασία ίσως και πολύ μεγαλύτερη από όσο νομίζουμε και δεν είναι καθόλου τυχαία. Όλα τα ψάρια μπορούμε να τα ψαρέψουμε με διαφορετικές τεχνικές, τεράστια ποικιλία δολωμάτων και μια ακόμα πιο μεγάλη έως χαοτική ποικιλία αγκιστριών διαφορετικών εταιρειών και υλικών κατασκευής. Άρα θα πρέπει να δοκιμάζουμε αγκίστρια σε σχέση με δολώματα και ψάρια, μέχρι να βρούμε τους ιδανικούς συνδυασμούς που μας ικανοποιούν και μας αρέσουν πάντα σε σχέση με το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας ότι όλα τα αγκίστρια έχουν προτερήματα αλλά ταυτόχρονα έχουν και ελαττώματα δλδ., μπορεί ένα αγκίστρι να καρφώνει εύκολα αλλά να σπάει ο κορμός του ή να στραβώνει πολύ εύκολα ακόμα και να χάνει την αιχμή του πολύ σύντομα. Θα πρέπει λοιπόν πριν καταλήξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο αγκίστρι, να έχουμε αξιολογήσει όλα τα χαρακτηριστικά του ξεκινώντας από το χώρο μας με κάποιους ελέγχους και κατόπιν να το δοκιμάζουμε σε διαφορετικές συνθήκες και με μια ποικιλία θηραμάτων, ώστε να το κρατήσουμε στο βασικό μας εξοπλισμό, μια διαδικασία καθόλου εύκολη αλλά και χρονοβόρα…