Κείμενο - φωτογραφίες: Γιάννης Γιατράκος
Μεγάλη σημασία στην εγγλέζικη τεχνική, εκτός από τη σωστή εμφάνιση του δολώματος, έχει και το βάθος στο οποίο θα αποφασίσουμε να το παρουσιάσουμε. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε κάθε φορά σε ποιο ύψος από το βυθό βρίσκεται το δολωμένο μας αγκίστρι, γιατί πολύ απλά μπορούμε με τη γνώση αυτή να καθορίζουμε ακόμα και το είδος των ψαριών το οποίο αναζητάμε. Τα ψάρια των θαλασσών μας, ανάλογα με το είδος και τις διατροφικές τους συνήθειες, κινούνται και σε διαφορετικό ύψος από το βυθό. Έτσι λοιπόν, γνωρίζοντας σε ποια απόσταση από το βυθό θέλουμε να στέκεται το δόλωμα μας, ρυθμίζουμε ανάλογα το στόπερ του φελλού στη μάνα της αρματωσιάς μας.
Για να κάνουμε λοιπόν σωστή βυθομέτρηση, χρησιμοποιούμε ένα αξεσουάρ, που είναι γνωστό σε όλους μας και ονομάζεται "βυθομετρητής". Ο βυθομετρητής, είναι ένα βαρίδι μερικών γραμμαρίων και συνήθως μοντάρεται στο αγκίστρι της αρματωσιάς μας με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την κατασκευή του. Στο εμπόριο, κυκλοφορεί μια μεγάλη ποικιλία βυθομετρητών σε διάφορα βάρη και σχήματα, που καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες μας. Θα τους δούμε στη συνέχεια, αφού πρώτα "επιλέξουμε" το σωστό βάθος στο οποίο θα παρουσιάσουμε το δολωμένο μας αγκίστρι.
Στην εγγλέζικη τεχνική, είναι πολύ σημαντικό πριν ξεκινήσουμε το ψάρεμα μας, να λάβουμε υπόψη κάποιους βασικούς παράγοντες οι οποίοι θα μας καθορίσουν με τη σειρά τους σε ποιο ύψος από το βυθό, θα παρουσιάσουμε το δόλωμα μας. Πρώτα απ’ όλα, το αν ψαρεύουμε μέρα ή νύχτα, σε τι απόσταση από την ακτή, σε τι βάθος (μικρό ή μεγάλο), τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, την εποχή του χρόνου κατά την οποία ψαρεύουμε, το είδος των ψαριών τα οποία μας ενδιαφέρουν, τη μαλάγρα που θα φτιάξουμε και τέλος τη γενικότερη μορφολογία του τόπου στον οποίο επιλέξαμε να ψαρέψουμε.
Ο πρώτος, είναι ότι έτσι αποφεύγουμε τα μικρόψαρα τα οποία κινούνται στο βυθό και δεν μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα (χάνοι, γύλοι, πέρκες κ.ά.,), ενώ αντίθετα υπάρχουν στιγμές που μπορούν να μας χαλάσουν το ψάρεμα.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο επιλέγουμε να ψαρεύουμε ψηλότερα είναι η χρήση μαλάγρας (ειδικότερα αν μαλαγρώνουμε με bigattini) η οποία ούτως ή άλλως "αναγκάζει" τα ψάρια που μας ενδιαφέρουν, να "σηκωθούν" αρκετά ψηλότερα από το βυθό για να φάνε. Τα bigattini που πέφτουν στην επιφάνεια της θάλασσας, θα αρχίσουν μετά από λίγο να βυθίζονται, μαλαγρώνοντας ταυτόχρονα την περιοχή στην οποία ψαρεύουμε. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα ψάρια να λειτουργούν ανταγωνιστικά μεταξύ τους και καθώς περνάει η ώρα, να "σηκώνονται" όλο και πιο πολύ από το βυθό. Παράλληλα, ψαρεύοντας σε απόσταση από το βυθό, αποφεύγουμε να χάσουμε μεγάλα ψάρια από επιπόλαια βραχώματα και προστατεύουμε τα ευαίσθητα παράμαλλα μας από την επαφή τους με τα βράχια που τυχόν υπάρχουν στην περιοχή.
Το βούλιαγμα του εγγλέζικου φελλού στη θάλασσα σημαίνει τσίμπημα, το οποίο μετά από ελάχιστο χρόνο ακολουθείται από ένα απότομο από εμάς τίναγμα του καλαμιού προς τα πάνω και μεταφράζεται σε κάρφωμα του ψαριού. Η κίνηση αυτή, έχει ως αποτέλεσμα το ψάρι να παθαίνει προς στιγμή σοκ, δίνοντάς μας πολύτιμα δευτερόλεπτα στη συνέχεια της πάλης μ’ αυτό. Το ψάρι, την ώρα που βάζει το δόλωμα στο στόμα του, βρίσκεται σε κάποια απόσταση από το βυθό. Το ξάφνιασμα που του προκαλείται από το απότομο κάρφωμα, δεν του δίνει περιθώρια να κινηθεί προς κάποιο σημείο όπου θα νιώσει ασφάλεια (εσοχές βράχων, τρύπες κλπ.,). Συγχρόνως, μας δίνει την άνεση να το παλέψουμε ψηλότερα, χωρίς την ύπαρξη φυσικών εμποδίων που θα μας οδηγούσαν στην αποτυχία, αφήνοντας μας μ’ ένα κομμένο παράμαλλο και ένα χαμένο ψάρι, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να θορυβήσει και τα υπόλοιπα της περιοχής.
Αν το ψάρεμά μας γίνεται νύχτα, συνήθως ψαρεύουμε πιο κοντά στο βυθό, ανάλογα φυσικά με τη μορφολογία του τόπου και τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Αν στην περιοχή επικρατούν ρεύματα, είναι φυσικό ανάλογα με την ένταση τους αλλά και τα εμπόδια που υπάρχουν, να ψαρεύουμε ψηλότερα ή χαμηλότερα από το βυθό. Δεν είναι απίθανο μερικές φορές, ανάλογα με τα ψάρια στα οποία απευθυνόμαστε (π.χ., μουρμούρες), να ψαρεύουμε με το παράμαλλό μας να ακουμπά στο βυθό. Αυτό, προϋποθέτει όμως άριστη γνώση της μορφολογίας του βυθού και την απουσία σκαλωμάτων, όπως φυκιάδες ή διάσπαρτα βράχια και πέτρες τα οποία θα μας δυσκολέψουν ή στη χειρότερη περίπτωση θα μας αναγκάσουν να χάνουμε τα παράμαλλά μας και ίσως και κάποια αξιόλογα θηράματα.
Αυτό είναι απαραίτητο, για να μπορέσουμε να στείλουμε το φελλό μας στο σημείο που θέλουμε και επίσης να μαλαγρώσουμε χωρίς να κάνουμε λάθος, στέλνοντας τη μαλάγρα μας σε διαφορετικό σημείο από αυτό που πρέπει. Με μερικές δοκιμές, με το βυθομετρητή τοποθετημένο στο αγκίστρι μας και την αρματωσιά μας μονταρισμένη όπως ακριβώς θα ψαρέψουμε στη συνέχεια, εκτελούμε τις βολές στην απόσταση που θέλουμε, μετακινώντας το στόπερ του φελλού ανάλογα, μέχρι να βρούμε το ακριβές βάθος της περιοχής. Στη συνέχεια, γνωρίζοντας το βάθος θα επιλέξουμε και το ύψος που θα ψαρέψει το αγκίστρι μας. Αν κατά την διάρκεια του ψαρέματος διαπιστώσουμε πως κάτι δεν πάει καλά, είναι πολύ πιθανό να έχει μετακινηθεί το στόπερ του φελλού από τη θέση του και να μας έχει αλλάξει το βάθος που ψαρεύουμε. Τοποθετούμε τον βυθομετρητή στο αγκίστρι μας και με μερικές δοκιμές, επαληθεύουμε το σωστό ύψος της βυθομέτρησης.
Ανάλογα με το βάθος που υπάρχει στην περιοχή που θα ψαρέψουμε, θα προσαρμόσουμε και το ύψος στο οποίο θα ψαρέψει το αγκίστρι μας. Σε πολύ ρηχά νερά, έως τρία - τέσσερα μέτρα, μπορούμε να ψαρέψουμε σύρριζα στο βυθό μέχρι και αρκετά ψηλότερα από αυτόν. Βασική παράμετρος όμως, λόγω του μικρού σχετικά βάθους, είναι η διακριτική παρουσία του φελλού έτσι ώστε να μην ενοχλεί τα ψάρια της περιοχής κατά την είσοδό του στο νερό. Σε σημεία με αρκετά μεγαλύτερο βάθος (έως 10 - 15 μέτρα), ανεξάρτητα με το αν είναι μέρα ή νύχτα, ξεκινάμε το ψάρεμά μας πολύ κοντά στο βυθό και ανάλογα με τα αποτελέσματα, προσαρμόζουμε τη βυθομέτρηση στο ύψος που θα αποφασίσουμε, κατά την διάρκεια του ψαρέματος.
Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή που ψαρεύουμε, θα μας καθορίσουν κατά κάποιο τρόπο, εκτός του είδος του φελλού που θα χρησιμοποιήσουμε και το βάθος στο οποίο θα ψαρέψουμε. Με έντονο κυματισμό, είναι ανώφελο να προσπαθούμε να ψαρέψουμε κοντά ή πάνω στο βυθό, γιατί το αγκίστρι μας θα σκαλώνει συνέχεια με τα διαρκή ανεβοκατεβάσματα του φελλού. Αντίθετα, σε πιο ήπιες συνθήκες, μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια το βάθος αυτό. Φυσικά εάν υπάρχουν και ρεύματα, ανεξάρτητα από την έντασή τους, ψαρεύοντας χαμηλά στο βυθό, το αγκίστρι μας θα σκαλώνει συνέχεια σε κάθε εμπόδιο που συναντά κατά τη μετακίνησή του, αφού όπως γνωρίζουμε πολύ καλά ο βυθός της θάλασσας δεν είναι επίπεδος εκτός και αν είναι αμμουδιά.
Εποχή
Τους ζεστούς ανοιξιάτικους ή καλοκαιρινούς μήνες και ανάλογα με το είδος των ψαριών στα οποία απευθυνόμαστε, μπορούμε να ψαρέψουμε αρκετά ψηλότερα από το βυθό έως και στα μεσόνερα σε πολύ βαθιά νερά. Αντίθετα τους κρύους μήνες του χρόνου, όπου πολλά ψάρια (όπως π.χ., ο σαργός) αποφεύγουν να είναι ιδιαίτερα κινητικά για να μην σπαταλήσουν πολύτιμη ενέργεια, επιβάλλεται να τα ψαρέψουμε κοντά στο βυθό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μερικές φορές, να ρισκάρουμε να έρθει σε επαφή το παράμαλλο μας με τα κοφτερά βράχια ή πολύ συχνά να σκαλώνει το αγκίστρι μας στο βυθό.
Είδος ψαριών
Το είδος του θηράματος το οποίο αναζητάμε, θα μας καθορίσει επίσης σε μεγάλο βαθμό το ύψος στο οποίο θα αποφασίσουμε να το ψαρέψουμε. Αν απευθυνόμαστε σε ψάρια τα οποία κινούνται στον αφρό ή κοντά σ’ αυτόν (ζαργάνες, μελανούρια κλπ.,) είναι φυσικό να τα ψαρέψουμε ψηλά. Αντίθετα, τα ψάρια που κινούνται στο βυθό (όπως σαργοί, τσιπούρες, μουρμούρες κ.ά.) θα τα ψαρέψουμε χαμηλότερα ή και πάνω σ’ αυτόν.
Μαλάγρα
Η μαλάγρα είναι απαραίτητη στην εγγλέζικη τεχνική, είτε πρόκειται για σκέτο bigattini είτε πρόκειται για άλευρα ή άλλης μορφής προϊόντα. Είναι αυτή που κατά κύριο λόγο θα καθορίσει το είδος των ψαριών που θα προσελκύσει και αντίστοιχα το βάθος στο οποίο θα τα ψαρέψουμε. Αν ο στόχος μας είναι τα αφρόψαρα, η μαλάγρα μας θα πρέπει να διαλύεται στην επιφάνεια ή κοντά σ’ αυτήν και το αγκίστρι μας θα πρέπει να βρίσκεται ψηλά και κοντά στην επιφάνεια. Αν όμως τα θηράματα που ψάχνουμε κινούνται κυρίως στο βυθό, τότε η μαλάγρα μας θα πρέπει να φτάνει στο βυθό και να διαλύεται κοντά ή πάνω σ’ αυτόν, ενώ το αγκίστρι μας θα πρέπει να βρίσκεται σε κοντινή σχετικά ακτίνα.
Μορφολογία βυθού
Η μορφολογία του βυθού θα επηρεάσει με τη σειρά της το ύψος στο οποίο θα ψαρέψουμε. Σε ομαλό βυθό χωρίς σκαλώματα, μπορούμε να ψαρέψουμε κοντά σ’ αυτόν ή ακόμα και με το παράμαλλο να ακουμπά πάνω του. Στις περιπτώσεις στις οποίες παρατηρούμε απότομες εναλλαγές σύστασης βυθού και βάθους είναι φυσικό να ψαρέψουμε ψηλά για να αποφύγουμε ενοχλητικά σκαλώματα και χάσιμο χρόνου π.χ., από κάποιο αγκίστρι το οποίο είναι σκαλωμένο και δεν το έχουμε καταλάβει (παρά μόνο μετά από αρκετή ώρα) δίνοντας μας λανθασμένες ενδείξεις τσιμπημάτων.
Τρόποι βυθομέτρησης
Όπως αναφέραμε παραπάνω, για να ψαρέψουμε σωστά στην εγγλέζικη τεχνική, θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε το σωστό βάθος στο οποίο θα παρουσιάσουμε το δολωμένο μας αγκίστρι. Για να μάθουμε το βάθος της περιοχής που επιλέξαμε, θα πρέπει να κάνουμε μερικές δοκιμαστικές ριξιές με την αρματωσιά μας, τοποθετώντας τον ειδικό βυθομετρητή στο αγκίστρι μας.
Μετακινώντας το στόπερ του φελλού προς τα πάνω ή προς τα κάτω και παρατηρώντας το φελλό αν και πόσο βουλιάζει ή μένει ξαπλωμένος στην επιφάνεια, θα είμαστε σε θέση μετά από λίγο να γνωρίζουμε σχεδόν με ακρίβεια το βάθος και ανάλογα να αποφασίσουμε το ύψος στο οποίο θα ψαρέψουμε. Είναι όμως αυτός ένας γρήγορος τρόπος για να μάθουμε το βάθος της περιοχής που μας ενδιαφέρει ή απαιτεί από εμάς χρόνο και πολλές δοκιμαστικές βολές μέχρι να έχουμε ασφαλή συμπεράσματα; Εάν δεν γνωρίζουμε από προηγούμενα ψαρέματα το ακριβές βάθος της περιοχής ή δεν μας έχουν δώσει αξιόπιστες πληροφορίες ή δεν έχουμε στην κατοχή μας κάποιο ασύρματο βυθόμετρο, είναι σίγουρο πως θα πρέπει να σπαταλήσουμε αρκετό χρόνο μέχρι να μάθουμε το βάθος που μας ενδιαφέρει.
Τη λύση στο παραπάνω μας δίνει ένα πολύ γνωστό σε όλους μας αξεσουάρ που υπάρχει σε όλα τα καταστήματα ειδών αλιείας με μικρό κόστος και ονομάζεται "buldo". Κατά την αγορά του, είναι απαραίτητο να επιλέξουμε κάποιο με έντονο χρωματισμό, για να διακρίνεται από απόσταση στο μικρότερο σχετικά μέγεθος και σχήματος οβάλ. Προτού το χρησιμοποιήσουμε, θα πρέπει πρώτα να περάσουμε μία μικρή παραμάνα στο ένα άκρο του, η οποία θα μας φανεί χρήσιμη στη συνέχεια. Αφού κατασκευάσουμε την αρματωσιά μας έτσι όπως ακριβώς θα την ψαρέψουμε (στόπερ, στριφταροπαραμάνα για το φελλό, μολύβια, σύνδεση θηλιά – θηλιά ή στριφτάρι, παράμαλλο – αγκίστρι), τοποθετούμε στη στριφταροπαραμάνα της αρματωσιάς μας, αντί για το φελλό, το buldo από την παραμάνα του. Προηγουμένως, θα πρέπει να έχουμε βάλει λίγο νερό στο εσωτερικό του για να αποκτήσει βάρος και αυτό έχει σημασία, γιατί εάν είναι άδειο, κατά τη βολή θα έχει μεγάλη αντίσταση από τον αέρα και δεν θα πηγαίνει στην απόσταση που θέλουμε.
Δεν θα πρέπει επίσης η ποσότητα του νερού που θα βάλουμε να είναι υπερβολική, γιατί ενδέχεται λόγω των πολύ λεπτών διαμέτρων που χρησιμοποιούμε, να κοπεί η αρματωσιά μας από το "σοκ" της βολής.
Στη συνέχεια, τοποθετούμε τον ειδικό βυθομετρητή στο αγκίστρι μας και κάνουμε μια πρώτη δοκιμαστική βολή. Να σημειώσω σ’ αυτό το σημείο, πως είναι απαραίτητο να μην έχουμε σφίξει το στόπερ στη θέση του, αλλά να το έχουμε απλά τοποθετήσει στην μάνα της αρματωσιάς μας (πάνω από τη στριφταροπαραμάνα που συνδέει το φελλό) με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να μετακινείται με άνεση. Πέφτοντας το αγκίστρι μας με το βυθομετρητή μέσα στο νερό, το buldo καθώς έχει άνωση πολύ μεγαλύτερη από έναν εγγλέζικο φελλό, θα μετακινήσει το στόπερ γρήγορα μέχρι εκεί που πρέπει και θα σταματήσει όταν ο βυθομετρητής φτάσει στο βάθος του σημείου στο οποίο ρίξαμε.
Η μαλάγρα είναι απαραίτητη στην εγγλέζικη τεχνική, είτε πρόκειται για σκέτο bigattini είτε πρόκειται για άλευρα ή άλλης μορφής προϊόντα...
Κατόπιν, μαζεύουμε με προσοχή την πετονιά μας στο μηχανισμό, παρατηρώντας το στόπερ και σταματώντας το μάζεμα, προτού αυτό περάσει στον πρώτο οδηγό της κορυφής του καλαμιού. Στη συνέχεια, το σφίγγουμε πολύ καλά, χωρίς να κόψουμε τις άκρες του και συνεχίζουμε να μαζεύουμε την υπόλοιπη πετονιά του μηχανισμού μας, μέχρι να φτάσει ο βυθομετρητής στα χέρια μας.
Αφαιρούμε από την στριφταροπαραμάνα το buldo και στη θέση του τοποθετούμε τον εγγλέζικο φελλό μας. Κάνοντας μερικές ακόμα δοκιμαστικές βολές στο ίδιο περίπου σημείο, θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το ακριβές βάθος του σημείου που θα ψαρέψουμε. Αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε (το αν έχουμε βρει με ακρίβεια το βάθος), αν μετακινήσουμε προς τα πάνω ή προς τα κάτω το στόπερ του φελλού.
Αν ο φελλός βουλιάξει αρκετά, τότε θα πρέπει με μικρές μετακινήσεις του στόπερ προς τα πάνω να βρούμε το σωστό βάθος. Αν ο φελλός παραμένει σε οριζόντια θέση στην επιφάνεια της θάλασσας και δεν στέκεται όρθιος, τότε το στόπερ χρειάζεται μετακίνηση προς τα κάτω, μέχρι να έρθει ο φελλός στο σωστό ύψος. Αν όλα γίνουν όπως πρέπει, σε ελάχιστο χρόνο, θα γνωρίζουμε το βάθος που θέλουμε και το μόνο που μένει, θα είναι να κόψουμε τις άκρες του στόπερ σύρριζα, να αφαιρέσουμε το βυθομετρητή από το αγκίστρι μας και να ψαρέψουμε.
Για να μετακινήσουμε το στόπερ πάνω στην πετονιά μας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε να το σαλιώνουμε για να γλιστράει με ευκολία, αποφεύγοντας έτσι ένα πιθανό κάψιμο ή ακόμα και κόψιμο στο σημείο αυτό της πετονιάς μας, με αποτέλεσμα χάσιμο χρόνου για να τα "στήσουμε" όλα από την αρχή. Να σημειώσω επίσης πως μπορούμε να κάνουμε βυθομέτρηση χωρίς το παράμαλλο, περνώντας τον ειδικό βυθομετρητή από τη θηλιά της μάνας. Απλά θα πρέπει στο τέλος να μετακινήσουμε το στόπερ προς τα κάτω, σε μήκος ίσο με το μήκος του παράμαλλου που θα προσθέσουμε.
Ένας εύκολος τρόπος για να γνωρίσουμε την μορφολογία του βυθού στον οποίο ψαρεύουμε, αν δεν έχουμε ασύρματο βυθόμετρο, είναι να έχουμε ένα παλιό μηχανισμό με την μπομπίνα του γεμισμένη με νήμα, ένα τηλεσκοπικό καλάμι μικρής αξίας (ή κάποιο που δεν χρειαζόμαστε πλέον) και μερικά μολύβια με κρίκο στο πάνω μέρος (σχήματος σφαίρας), διαφόρων βαρών.
Αφού δέσουμε στην άκρη του νήματος κατευθείαν το μολύβι από τον κρίκο του, εκτελούμε βολές ακτινωτά σε διάφορες αποστάσεις, περιμένοντας το μολύβι μας να πατώσει. Κατόπιν αρχίζουμε να μαζεύουμε με αργό ρυθμό το νήμα στο μηχανισμό μας, με το καλάμι σε συνεχή επαφή με το μολύβι, προσέχοντας τη μορφολογία του βυθού, η οποία μας μεταδίδεται από το νήμα (λόγω της ανελαστικότητας του) στο καλάμι διαμέσου της επαφής του μολυβιού με το βυθό. Με μερικές βολές, θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του βυθού στον οποίο επιλέξαμε να ψαρέψουμε.
Αν σκαλώσει το μολύβι στο βυθό (τα οβάλ βαρίδια δεν σκαλώνουν εύκολα) με τη βοήθεια μιας πετσέτας που θα τυλίξουμε γύρω από το χέρι μας, θα προσπαθήσουμε να ξεσκαλώσουμε το μολύβι ή να σπάσουμε το νήμα. Επειδή το νήμα είναι επικίνδυνο να μας κόψει τα χέρια, καλό θα είναι να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο θα επιχειρήσουμε να το τραβήξουμε και ποτέ με γυμνά χέρια! Επίσης, για να κάνουμε βολές στην ίδια σχετικά απόσταση από το σημείο που θα ψαρέψουμε, είναι απαραίτητο να σημαδέψουμε το νήμα στο σημείο που θέλουμε, δημιουργώντας ένα κόμπο στόπερ με νήμα έντονου χρώματος. Έτσι, κάθε φορά που κάνουμε μια βολή αριστερότερα ή δεξιότερα απ’ το σημείο που βρισκόμαστε, μαζεύουμε το νήμα στο μηχανισμό μας, μέχρι να έρθει το στόπερ στο σημείο που έχουμε σημαδέψει και τότε αρχίζουμε να αποκωδικοποιούμε τη μορφολογία του βυθού με μεγάλη ακρίβεια.
Κατασκευή αυτοσχέδιου βυθομετρητή
Με ελάχιστο κόστος και υλικά που υπάρχουν στο βαλιτσάκι όλων μας, μπορούμε πολύ εύκολα να κατασκευάσουμε ένα βυθομετρητή, χωρίς να μας απασχολεί αν θα μας σκαλώσει και τον χάσουμε. Τα υλικά που χρειαζόμαστε είναι ένα στρογγυλό βαριδάκι μερικών γραμμαρίων (10 - 15 γραμ.), ένα κομμάτι πετονιάς 20 περίπου εκατοστών μικρής διαμέτρου και ένα σχιστό μολυβάκι ανεξαρτήτως βάρους, αρκεί το μέγεθός του να μπορεί να συγκρατήσει στο εσωτερικό του τη διπλή πετονιά.
Διπλώνουμε το κομμάτι της πετονιάς στη μέση και στην άκρη της κάνουμε ένα κόμπο για να γίνει θηλιά. Περνάμε την άκρη της θηλιάς που δημιουργήσαμε από τον κρίκο του μολυβιού και το άλλο άκρο της μέσα από τη θηλιά, έτσι ώστε να συγκρατεί το μολύβι.
Τοποθετούμε το σκιστό μολυβάκι κάπου στη μέση της απόστασης της πετονιάς, βάζοντας στη σχισμή του τη διπλωμένη πετονιά και το σφίγγουμε με το πενσάκι μας. Κατόπιν, περνάμε το αγκίστρι μας στο πάνω μέρος της θηλιάς και τραβάμε το σχιστό μολυβάκι μέχρι πάνω, ώστε να μπλοκάρουμε το αγκίστρι μας στην άκρη αυτή. Το αγκίστρι μας τώρα, είναι ασφαλισμένο και δεν μπορεί να περάσει έξω από τη θηλιά, βοηθώντας μας με αυτόν τον τρόπο στη βυθομέτρηση. Όταν τελειώσουμε με τη βυθομέτρηση, μετακινούμε προς τα κάτω το σχιστό μολυβάκι και ελευθερώνουμε το αγκίστρι μας.
Το παραπάνω άρθρο, έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Ψαρεύω"