Κείμενο - φωτογραφίες: Γιάννης Γιατράκος
Τον τελευταίο καιρό, έχουν γίνει πάρα πολλές αναφορές για τα πλεονεκτήματα της σταθερής αρματωσιάς στην εγγλέζικη τεχνική. Στην πραγματικότητα όμως, δεν έχει γίνει καμία ουσιαστική ανάλυση στα υπέρ και τα κατά αυτής, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει καταφέρει κανείς να ξεδιαλύνει το… θολό τοπίο. Έτσι, θεωρήσαμε πολύ χρήσιμο να επιχειρήσουμε μια εκτενέστερη αναφορά στις σταθερές αρματωσιές, αναλύοντας μερικές από τις σημαντικότερες εκδοχές ή παραλλαγές αυτών, ανάλογα φυσικά με το βάθος, την ευαισθησία που μας προσφέρουν και τις καιρικές συνθήκες.
Από τις πολλές επιλογές ψαρότοπων που προσφέρουν οι ελληνικές ακτές, ένα μεγάλο μέρος τους παρουσιάζει βάθη των οποίων το εύρος τους κυμαίνεται από ένα έως δέκα μέτρα περίπου. Η διαπίστωση αυτή φυσικά δεν αποτελεί κανόνα, καθώς υπάρχουν περιοχές με απότομες βυθομετρικές αλλαγές, όπως ο Κορινθιακός κόλπος για παράδειγμα, οι οποίες όμως δεν είναι το αντικείμενο μελέτης μας στο συγκεκριμένο άρθρο. Στους βυθούς όπου συνήθως πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος των ψαρεμάτων μας, προτείνεται η χρήση σταθερής αρματωσιάς σε σχέση πάντα με το μήκος και τον τύπο του καλαμιού μας, το οποίο επιλέγεται με βάση το βάθος, τις καιρικές συνθήκες και τα ψάρια που στοχεύουμε να ψαρέψουμε ανάλογα με την εποχή.
Με κριτήριο το βάθος
Παίρνοντας λοιπόν τα πράγματα από την αρχή, θα επιλέξουμε το μήκος του καλαμιού μας σε σχέση με το βάθος του τόπου, το οποίο γνωρίζουμε εκ των προτέρων. Αν για παράδειγμα πρόκειται να ψαρέψουμε σ’ ένα βυθό με βάθος από δυο έως επτά μέτρα περίπου, μπορούμε να επιλέξουμε το αντίστοιχο μήκος του καλαμιού μας να είναι από 3,90 έως και 4,80 μέτρα. Ταυτόχρονα όμως, το μήκος του καλαμιού μας θα εξαρτηθεί από τις καιρικές συνθήκες οι οποίες επικρατούν κατά τη διάρκεια του ψαρέματος, αυξάνοντας τη δυσκολία της χρήσης, των βολών και της μάχης μ’ ένα καλό ψάρι όσο αυτό (το μήκος του καλαμιού) μεγαλώνει. Σε βάθος τώρα από επτά έως δέκα μέτρα περίπου, επιβάλλεται η χρήση μεγαλύτερου σε μήκος καλαμιού και προτείνεται η επιλογή καλαμιού Bolognese με μήκος έξι ή επτά μέτρα, μιλώντας πάντα για εγγλέζικο στήσιμο αρματωσιάς.
Παραλλαγές σταθερής αρματωσιάς
Μιλώντας για σταθερή αρματωσιά, εννοούμε πως ο ερματισμένος εγγλέζικος φελλός μας, βρίσκεται μπλοκαρισμένος με διάφορους τρόπους, τους οποίους και θα δούμε παρακάτω, πάνω στη μάνα της αρματωσιάς μας και σε τέτοιο σημείο, έτσι ώστε το συνολικό μήκος από το φελλό μέχρι και το αγκίστρι μας, να είναι μικρότερο ή ίσο με το μήκος του καλαμιού μας.
Α. Συνήθης και ευέλικτη: Ο πιο συνηθισμένος τρόπος για την κατασκευή σταθερής αρματωσιάς, είναι να τοποθετήσουμε καταρχήν το φελλό στην ειδική στριφταροπαραμάνα και αφού την περάσουμε πάνω στην πετονιά του καλαμιού μας, να τοποθετήσουμε όλο, σχεδόν όλο ή μέρος από το ερμάτισμα που χρειάζεται ο φελλός μας για να ζυγιστεί ακριβώς κάτω από αυτήν. Αφήνουμε ένα μικρό κενό προς τα πάνω, γύρω στα πέντε εκατοστά περίπου και κατασκευάζουμε ένα κόμπο στόπερ στον οποίο θα σταματάει ο φελλός. Σφίγγουμε καλά το στόπερ και κόβουμε τις άκρες του με προσοχή, έτσι ώστε να μην τραυματίσουμε κατά λάθος την πετονιά μας (εικόνα 1). Ολοκληρώνουμε την αρματωσιά μας με το δέσιμο του παράμαλλου πάνω στη μάνα του καλαμιού μας, δένουμε το αγκίστρι στην άκρη του και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε να ψαρεύουμε.
Αναλύοντας τώρα λίγο παραπάνω το συγκεκριμένο στήσιμο σταθερής αρματωσιάς και τον τρόπο με τον οποίο την κατασκευάζουμε, μπορούμε για ευκολία αφού περάσουμε πρώτα την παραμάνα με το φελλό στη μάνα του καλαμιού, να δέσουμε το fluorocarbon παράμαλλο μας μήκους μιας οργιάς στη μάνα του καλαμιού και στην άκρη του να δέσουμε το αγκίστρι μας. Η σύνδεση του παράμαλλου με τη μάνα, μπορεί να γίνει είτε με το δέσιμο "θηλιά – θηλιά", είτε με κάποιο διαφορετικό κόμπο σύνδεσης ή ακόμα και με τη χρήση ενός πάρα πολύ μικρού στριφταριού (προσωπικά το στριφτάρι στο εγγλέζικο, το επιλέγω μόνο όταν χρησιμοποιώ "σκληρά" fluorocarbon παράμαλλα, για να αποφύγω τα στριψίματα μέσα στο νερό ή όταν ψαρεύω αφρόψαρα όπως π.χ., μεγάλα μελανούρια που ταλαιπωρούν γενικότερα τις πετονιές μας).
Συνεχίζουμε το στήσιμο, τοποθετώντας ένα μικρό δαγκωτό μολυβάκι μεγέθους 0,10 – 0,12 – 0,15 περίπου του γραμμαρίου, ακριβώς πάνω από τη σύνδεση μάνας – παράμαλλου. Ο λόγος που τοποθετούμε το μολυβάκι στο συγκεκριμένο σημείο πάνω στη μάνα του καλαμιού, είναι για να βυθίσουμε το κομμάτι της μάνας από τη σύνδεση με το παράμαλλο μέχρι το φελλό, με την ίδια σχεδόν ταχύτητα που θα βυθιστεί και το fluorocarbon παράμαλλο μας. Το fluorocarbon παράμαλλο, λόγω του ότι έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος από τη συνήθως monofilament πετονιά της μάνας και μεγάλο μήκος (λόγω της παρουσίασης που θέλουμε να έχουμε και της ελαστικότητας που χρειαζόμαστε, γι’ αυτό και το μεγάλο μήκος) και επειδή σ’ αυτά προστίθεται και το βάρος του δολώματος, θα βυθιστεί αρκετά πιο γρήγορα από τη μάνα και το σύνολο δεν θα έχει ομοιόμορφη παρουσίαση μέσα στο νερό.
Συνεχίζουμε προς το πάνω μέρος της αρματωσιάς και πιο συγκεκριμένα, επιλέγουμε με βάση το βάθος που θέλουμε να ψαρέψουμε, το σημείο στο οποίο θα μπλοκάρουμε το φελλό μας με την παραμάνα στην οποία είναι συνδεδεμένος. Συνήθως, τοποθετούμε ακριβώς κάτω από το φελλό όλα τα υπόλοιπα μολύβια που χρειάζεται ο φελλός για να ερματιστεί σωστά και σχεδόν πάντα επιλέγουμε πολλά μικρά και όχι ένα μολύβι στο υπόλοιπο βάρος που θέλουμε. Αυτό γίνεται, για να μην μετακινούνται προς τα κάτω τα μολύβια κατά τη βολή και αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο ψαρεύουμε. Τρία με τέσσερα περίπου μολύβια, τοποθετημένα "κολλητά" μεταξύ τους είναι αρκετά για να μην έχουμε άσκοπες μετακινήσεις και αλλαγές και το μόνο που μένει είναι το στόπερ, το οποίο θα τοποθετήσουμε πάνω από το φελλό και σε απόσταση από τα μολύβια στα πέντε εκατοστά περίπου, αφήνοντας έτσι ένα μικρό κενό στο οποίο θα κινείται ελεύθερα η παραμάνα του φελλού. Αν για κάποιο λόγο επιλέξουμε αντί για πολλά μικρά μολύβια κάτω από το φελλό να τοποθετήσουμε ένα μόνο μολύβι στο επιθυμητό βάρος, θα πρέπει απαραίτητα να δέσουμε άλλο ένα μικρό στόπερ κάτω από το μολύβι για να μην μετακινείται με τις βολές και ίσως μας δημιουργήσει και κάποια μπερδέματα στη συνέχεια (εικόνα 2).
Ένας άλλος λόγος που επιλέγουμε να τοποθετήσουμε πολλά μικρά μολύβια ίδιου φυσικά βάρους κάτω από το φελλό, είναι γιατί μερικές φορές και συγκεκριμένα αν ξεκινήσουμε το ψάρεμα μας την ημέρα και το βάθος είναι μέχρι επτά - οκτώ μέτρα ή κοντά στο σημείο που ψαρεύουμε υπάρχει απότομη αποχή, μπορούμε με τη σταθερή αρματωσιά να "σηκώσουμε" με τη βοήθεια του μαλαγρώματος τα ψάρια. Στη συνέχεια του ψαρέματος και καθώς η νύχτα διαδέχεται τη μέρα και το φως σταδιακά λιγοστεύει, μπορούμε να μετακινήσουμε το στόπερ μας λίγο ή αρκετά πιο πάνω μεγαλώνοντας ταυτόχρονα το βάθος στο οποίο θέλουμε να ψαρέψουμε. Μετακινούμε επίσης και τα μολύβια προς τα κάτω, μοιράζοντας μεταξύ τους τις αποστάσεις, μέχρι το μολυβάκι που βρίσκεται στην ένωση του παράμαλλου με τη μάνα.
Η σταθερή αρματωσιά με βάση τα συμπεράσματα που έχουμε καταλήξει, ψαρεύει από τη στιγμή που θα πέσει και θα απλωθεί σωστά στη θάλασσα μέχρι και μετά που θα βυθιστεί και θα ακολουθήσει το ρεύμα…
Με τον τρόπο αυτό, έχουμε δημιουργήσει χωρίς ιδιαίτερο κόπο, μια συρόμενη αρματωσιά, καθώς τα ψάρια ειδικά τους χειμερινούς μήνες, έχουν την τάση όσο βραδιάζει να "κάθονται" χαμηλά στο βυθό και θα πρέπει να αλλάξουμε το στήσιμο στην αρματωσιά μας. Το μόνο σημείο που πρέπει να προσέξουμε, είναι τα μολύβια μας να μην είναι πολύ σφιγμένα πάνω στην πετονιά και μας κοπεί κατά την μετακίνησή τους, αλλά να είναι πιεσμένα ελαφριά, τόσο όσο χρειάζεται για να μείνουν στη θέση τους. Προσοχή επίσης και στο στόπερ, το οποίο για να το μετακινήσουμε από τη θέση του θα πρέπει να το βρέξουμε και κατόπιν, πολύ σιγά να το μεταφέρουμε στο σημείο που θέλουμε. Αυτό, είναι ένα τέχνασμα που γίνεται όπως ανέφερα μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο αν και εφόσον το κρίνουμε απαραίτητο, καθώς μόνο τότε τα ψάρια είναι αρκετά κινητικά την ημέρα σε αντίθεση με τις βραδινές ώρες. Ειδικότερα τους μήνες που το κρύο είναι έντονο, αυτό το κόλπο έχει την μέγιστη απόδοση γιατί τα ψάρια δεν δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία να ανέβουν στα ψηλότερα και πιο κρύα στρώματα του νερού - παρόλο το μαλάγρωμα - και θα πρέπει με ευκολία να μπορούμε να μετατρέψουμε τη σταθερή αρματωσιά μας σε συρόμενη.
Η παραπάνω σταθερή - συρόμενη στη συνέχεια - αρματωσιά γίνεται μόνο όταν ο φελλός που θα επιλέξουμε έχει συμπληρωματικό ερμάτισμα +2 γραμμάρια και μόνο τότε μπορεί να λειτουργήσει σωστά. Στην πράξη, αν χρησιμοποιήσουμε φελλό με +1 ερμάτισμα, δεν έχει νόημα να γίνει στη συνέχεια συρόμενη γιατί πολύ απλά το +1 δεν επαρκεί για επτά ή και παραπάνω μέτρα και γιατί το +1 δεν μπορεί πάντα (ανάλογα φυσικά τις συνθήκες, όπως η ύπαρξη έντονου ρεύματος) να βυθίσει την πετονιά μας στο επιθυμητό βάθος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι συνήθως στις σταθερές αρματωσιές, εκτός ορισμένων ειδικών περιπτώσεων, επιλέγουμε φελλούς, με συμπληρωματικό ερμάτισμα +1 του γραμμαρίου.
Β. Χωρίς ευαίσθητα σημεία: Μια παραλλαγή στο παραπάνω στήσιμο σταθερής αρματωσιάς, γίνεται μ’ ένα αξεσουάρ της εταιρείας Stonfo και συγκεκριμένα το μεταλλικό, ανοξείδωτο σύνδεσμο που μοιάζει με το κεφαλαίο γράμμα Ω. Αυτό το εξάρτημα, μας βοηθάει στο να τοποθετήσουμε πάνω στη μάνα της αρματωσιάς το φελλό μας και να τον σταθεροποιήσουμε στο σημείο που θέλουμε χωρίς να χρειαστεί να δέσουμε στόπερ από την πάνω μεριά για να μην μετακινείται ο φελλός ή μολύβια από κάτω και πληγώνουμε τη μάνα. Το μόνο που χρειάζεται, είναι να περάσουμε από πριν πάνω στη μάνα, τα δυο πλαστικά σωληνάκια, μέσα στα οποία θα σταθεροποιηθεί το "Ω" και μαζί με αυτό και ο φελλός μας με την παραμάνα του (εικόνα 3). Το συγκεκριμένο αξεσουάρ, το χρησιμοποιούμε βασικά σε ερματισμένους φελλούς, οι οποίοι δεν χρειάζονται συμπληρωματικό ερμάτισμα (υπάρχουν αρκετά μοντέλα στην αγορά) ή σε φελλούς με συμπληρωματικό ερμάτισμα +1 του γραμμαρίου που δεν θέλουμε να τους ερματίσουμε, πράγμα που απαιτεί το βάρος ή το είδος του δολώματος, όπως η ζωντανή γαρίδα για παράδειγμα ή ένα ζωντανό ψαράκι. Αυτό γίνεται, για να υπάρχει πάντα κάποια αντίσταση από το φελλό προς το ζωντανό δόλωμα, η οποία το αναγκάζει να παραμένει στο βάθος που θέλουμε, χωρίς να έχουμε λανθασμένες ενδείξεις τσιμπιών με τα συνεχή βουλιάγματα σε περίπτωση που ερματίσουμε κανονικά.
Το πλεονέκτημα του παραπάνω συνδέσμου, είναι ότι δεν έχουμε αδύνατα σημεία στα οποία υπάρχει περίπτωση να κοπεί η μάνα του μηχανισμού μας όπως η λάθος τοποθέτηση ή το υπερβολικό σφίξιμο των μολυβιών και το "κάψιμο" αυτής από μετακίνηση (των μολυβιών ή του στόπερ). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μονοκόμματη μάνα χωρίς παράμαλλο, για μεγαλύτερες αντοχές σε συνθήκες πάλης με μεγάλα θηράματα, όπου εκεί το ζητούμενο είναι τα λεπτά εργαλεία χωρίς την ύπαρξη κόμπων που δημιουργούν αδύνατα σημεία και θέλουμε όσο γίνεται περισσότερες αντοχές, χωρίς να υστερούμε σε παρουσίαση. Επίσης, εξυπηρετεί αφάνταστα κάποιους οι οποίοι επιλέγουν τα πρώτα πενήντα ή και παραπάνω μέτρα της αρματωσιάς τους να είναι μονοκόμματο fluorocarbon για να έχουν όσο περισσότερη διακριτικότητα μπορούν. Στην περίπτωση αυτή, ένα συνηθισμένο πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι μετά από λίγη ώρα, τα πάντα μετακινούνται από τη θέση τους λόγω της ιδιαίτερης σύστασης του fluorocarbon. Πιο συγκεκριμένα τα μολύβια έχουν την τάση να γλιστράνε προς τα κάτω και το στόπερ να μετακινείται διαρκώς από τη θέση του. Η λύση, βρίσκεται στη χρήση του παραπάνω αξεσουάρ, το οποίο θα παραμείνει στη θέση του ακόμα και με δυναμικές βολές για μέγιστη απόσταση, χωρίς τα παραπάνω προβλήματα.
Γ. Μολύβια πριν και μετά: Το επόμενο στήσιμο σταθερής αρματωσιάς, γίνεται με τα μολύβια τοποθετημένα πριν και μετά τον εγγλέζικο φελλό μας, σε απόσταση από πέντε μέχρι και είκοσι περίπου εκατοστά μεταξύ τους ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες (εικόνα 4). Τα μολύβια που τοποθετούνται πίσω από το φελλό τα ονομάζουμε backshots και μετράνε στο συνολικό ερματισμό καθώς χρησιμεύουν και για να βυθίζουν την πετονιά μας πίσω από το φελλό, δηλαδή το κομμάτι μέχρι τη μύτη του καλαμιού μας. Ταυτόχρονα βοηθάνε το φελλό μας να παραμένει σταθερός σε περιπτώσεις με έντονο επιφανειακό αέρα. Σε περίπτωση που ο επιφανειακός αέρας δεν είναι τόσο ισχυρός σε ένταση, η απόσταση των backshots με τα κάτω μολύβια πρέπει να είναι μέχρι δέκα εκατοστά περίπου, ενώ αντίθετα όσο η ένταση του αέρα αυξάνεται, μεγαλώνει και η απόσταση μεταξύ των μολυβιών μέχρι και τα είκοσι το πολύ εκατοστά. Για να εξασφαλίσουμε ότι τα μολύβια μας δεν θα μετακινούνται κατά τη διάρκεια του ψαρέματος, χρησιμοποιούμε ομάδες των δύο ή τριών μολυβιών πριν και μετά το φελλό.
Ο παραπάνω τρόπος στησίματος σταθερής αρματωσιάς, γίνεται για κάποιους λόγους τους οποίους και θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, αρχίζοντας από την περίπτωση με έντονο επιφανειακό αέρα. Όταν έχουμε έντονο αέρα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ταυτόχρονα δημιουργείται και έντονο επιφανειακό ρεύμα το οποίο παρασύρει με ταχύτητα τον εγγλέζικο φελλό μας. Τα προβλήματα εδώ, δεν είναι άμεσα ορατά σ' εμάς και εμφανίζονται τη στιγμή που θα προσπαθήσουμε να κοντράρουμε το φελλό στο ρεύμα ή κατά τη στιγμή που θα επιλέξουμε να καρφώσουμε το θήραμα μας, οπότε θα διαπιστώσουμε πως δεν υπάρχει αμεσότητα με το φελλό. Αντίθετα, η μάνα της αρματωσιάς μας έχει δημιουργήσει μια μεγάλη κοιλιά ή καλύτερα ένα τόξο από τη μύτη του καλαμιού μας μέχρι το φελλό, γεγονός που μας δημιουργεί ταυτόχρονα δυο προβλήματα: την απουσία αμεσότητας στο κάρφωμα και την απώλεια ελέγχου του φελλού μας για την σωστή παρουσίαση του δολώματος. Η σωστή παρουσίαση του δολώματος, έχει άμεση σχέση με τη διαφορά της έντασης - ταχύτητας του επιφανειακού ρεύματος με το υποθαλάσσιο.
Αυτό συμβαίνει, γιατί αν το επιφανειακό ρεύμα είναι πιο γρήγορο από το υποθαλάσσιο, έχει σαν αποτέλεσμα το δόλωμα μας να βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικό σημείο σε σχέση με το φελλό και συγκεκριμένα να τον ακολουθεί δημιουργώντας γωνία, καθώς βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο αλλά και βάθος από αυτό που θα έπρεπε κανονικά να βρίσκεται. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα backshots λειτουργoύν ως ρυθμιστής διότι βυθίζουν τη μάνα ακριβώς μετά το φελλό και μειώνεται κατά πολύ το τόξο το οποίο δημιουργείται από το ρεύμα. Την ίδια στιγμή που η μάνα βυθίζεται και τα μπόσικα μειώνονται, έχουμε καλύτερο έλεγχο του φελλού κοντράροντας τον ελαφρά, ενώ την ίδια στιγμή παρουσιάζουμε το δόλωμα στο σωστό σημείο μειώνοντας τη γωνία μεταξύ φελλού και δολώματος, αφήνοντας το δόλωμα να περάσει ουσιαστικά μπροστά από το φελλό.
Το φαινόμενο το οποίο δημιουργείται είναι να μετακινείται ο φελλός από τα backshot προς τα μπροστινά μολύβια γι’ αυτό και όσο πιο έντονο είναι το φαινόμενο τόσο μεγαλώνουμε και την απόσταση μεταξύ των μολυβιών. Το ιδανικό είναι να προσπαθήσουμε να κοντράρουμε το φελλό μας τόσο ώστε αυτός να βρίσκεται περίπου στη μέση της απόστασης των μολυβιών και αυτό το πετυχαίνουμε, δίνοντας ελεγχόμενα πετονιά με το χέρι, τραβώντας τη από το μηχανισμό μας όταν αντιληφθούμε ότι ο φελλός έχει ακουμπήσει στα κάτω μολύβια.
Οι παραλλαγές της συγκεκριμένης αρματωσιάς γίνονται με το βάρος των backshots να είναι ίδιο με το βάρος των μολυβιών πριν το φελλό δημιουργώντας ευαισθησία με μικρή μεταξύ τους απόσταση σε σχετικά ήρεμες συνθήκες χωρίς ιδιαίτερο ρεύμα και αέρα, ενώ αυξάνοντας τα μπροστινά μολύβια και μειώνοντας τα πίσω (backshots) επιτυγχάνουμε καλύτερη παρουσίαση σε καταστάσεις έντονου κυματισμού και μεγαλώνουμε την απόσταση μεταξύ των μολυβιών (εικόνα 5).
Μπλοκάροντας το φελλό: Στην περίπτωση που χρησιμοποιήσουμε ανερμάτιστο εγγλέζικο φελλό, θα πρέπει ο φελλός να μπλοκαριστεί ανάμεσα από τα μολύβια χωρίς κανένα απολύτως κενό μεταξύ τους, για να μπορέσουμε να επιτύχουμε απόσταση βολής με την αρματωσιά μας (εικόνα 6). Ο ανερμάτιστος εγγλέζικος φελλός, ενδείκνυται στην περίπτωση που θέλουμε να ψαρέψουμε κοντά και η ευαισθησία είναι ο κυριότερος παράγοντας στο ψάρεμα μας, τακτική η οποία μας υποχρεώνει σε συνεχή έλεγχο του φελλού μας κοντράροντας ή αφήνοντας διαρκώς πετονιά από το μηχανισμό μας.
Συνοψίζοντας, η σταθερή αρματωσιά μας με βάση τα συμπεράσματα που έχουμε καταλήξει, ψαρεύει από τη στιγμή που θα πέσει και θα απλωθεί σωστά στη θάλασσα μέχρι και μετά που θα βυθιστεί και θα ακολουθήσει το ρεύμα. Ταυτόχρονα, διατηρεί μια σωστή παρουσίαση, η οποία ανεξάρτητα από την ένταση των ρευμάτων αποδίδει σε διάφορα είδη βυθών, ακόμα και σε λιμάνια όπου επιτρέπεται η χρήση της, ανάλογα πάντα με το βάθος αυτών.
Ο υπόλοιπος ερματισμός… σε συνέχεια: Ο υπόλοιπος ερματισμός του εγγλέζικου φελλού μας (από το φελλό μέχρι το παράμαλλο) μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που επικρατούν.
Μπορούμε να αφήσουμε ανερμάτιστο το κομμάτι από την ένωση μάνας παράμαλλου σε ιδανικές συνθήκες, να απλώσουμε κλιμακωτά μολύβια ίδιου ή και διαφορετικού βάρους σε περίπτωση παρουσίας ρευμάτων, μπορούμε να τα τοποθετήσουμε σε ομάδες των δυο ή τριών μαζί και άλλα πολλά ανάλογα πάντα με το ρεύμα, το βάθος και τις καιρικές συνθήκες που ψαρεύουμε. Τα παραπάνω, είναι απλά κάποιοι τρόποι από τους αρκετούς που μπορούν να γίνουν και οι οποίοι θα αποτελέσουν τη συνέχεια σε επόμενο άρθρο μας.
Το παραπάνω άρθρο, έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό "Ψαρεύω"