Κείμενο - φωτογραφίες: Γιάννης Γιατράκος
Σε συνέχεια του πρώτου άρθρου σχετικά με τις μαλάγρες και τα αρώματα, το οποίο ήταν γενικής μορφής όσον αφορά τη χρήση της και την προσθήκη αρωμάτων και ενισχυτικών, θεωρώ απαραίτητο να συμπληρώσω μερικά στοιχεία που διαπίστωσα μέσα από ψαρέματα που έγιναν από τότε μέχρι και σήμερα, δοκιμάζοντας και αξιολογώντας τα αποτελέσματα. Η μαλάγρα στο ψάρεμα και ειδικότερα στην τεχνική του εγγλέζικου και του bolognese, θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι των παραπάνω τεχνικών.
Είναι όμως έτσι ή μήπως τελικά έχουμε την τάση απλά να ακολουθούμε κάποιους κανόνες με ευλάβεια, ενώ στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να τους παρακάμψουμε και εν τέλει να έχουμε ακόμα πιο αποδοτικά ψαρέματα όσον αφορά το μέγεθος και την ποιότητα των αλιευμάτων; Πάμε λοιπόν παρέα να βάλουμε σε τάξη μερικές σκέψεις, ξεκινώντας από κάποια πράγματα που είναι δεδομένα στο ψάρεμα, όπως το βάθος, ο τόπος, τα ψάρια που κρατάει το μέρος και η ύπαρξη ή όχι των ρευμάτων.
Για τις ανάγκες που προκύπτουν από τα παραπάνω ερωτήματα, θα χρησιμοποιήσω δυο κλασσικές τοποθεσίες όπου όλοι οι ψαράδες συνηθίζουμε να επισκεπτόμαστε για να εξασκήσουμε το χόμπι μας. Ας υποθέσουμε λοιπόν πως βρισκόμαστε εσωτερικά ενός λιμανιού με μέσο όρο βάθους τα 6-7 μέτρα και ψαρεύουμε bolognese. Εκεί λογικά, εφόσον τσεκάρουμε την ύπαρξη ρεύματος και έχουμε κάτσει σωστά σε σχέση με τον αέρα, θα χρησιμοποιήσουμε μαλάγρα για να φέρουμε τα ψάρια στην ψαρεύτρα μας. Με βάση και πάλι τη λογική ή ακόμα καλύτερα αν γνωρίζουμε το μέρος από παλαιότερα ψαρέματα, θα γνωρίζουμε και τι ψάρια κρατάει οπότε η επιλογή της γεύσης της μαλάγρας είναι εύκολη υπόθεση. Σ’ ένα λιμάνι μέσα, τα ψάρια που συνήθως έχει, είναι κέφαλοι, λαβράκια, τσιπούρες, σάλπες και πιο σπάνια σαργούς, ούγενες και μελανούρια. Σε καμία περίπτωση δεν αποκλείω την ύπαρξη και άλλων θηραμάτων, αλλά μιλώντας γενικά και με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης πάντα, αυτά θεωρώ πως είναι το μεγαλύτερο ποσοστό. Τα λιμάνια, από τη φύση τους είναι τόποι όπου η ύπαρξη τροφής είναι πλούσια, είτε από μικρά ψάρια, είτε από γαρίδες, καβούρια κλπ., ή ακόμα και από ανθρώπινη παρέμβαση όπου ειδικά τα μεγάλα σκάφη πετάνε μέσα αρκετές ποσότητες τροφής. Αν έχουν και σημείο που δένουν επαγγελματικά σκάφη τα οποία ξεψαρίζουν τα δίχτυα τους, τότε η εύκολη εύρεση τροφής είναι παραπάνω από σίγουρη.
Εκεί λοιπόν, για να φέρουμε τα ψάρια στην ψαρεύτρα μας, η μαλάγρα μας θα πρέπει να είναι αρκετή σε ποσότητα και φυσικά να είναι και πλούσια σε αρώματα (βάση λογικής ή με βάση αυτά που μας λένε) για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τα ψάρια κοντά μας καθ’ όλη τη διάρκεια του ψαρέματος. Είναι επίσης λογικό (είναι;) να ρίξουμε μέσα μια μεγάλη ποσότητα πριν ακόμα ξεκινήσουμε να στήσουμε τον εξοπλισμό μας και μετά, απλά να κάνουμε "συντήρηση", προσπαθώντας και να κρατήσουμε τα ψάρια ενεργά από κάτω αλλά και να μας φτάσει η μαλάγρα που έχουμε στη διάθεσή μας μέχρι την προγραμματισμένη ώρα που έχουμε υπολογίσει να σταματήσουμε. Σ’ ένα τέτοιο μέρος όπως το λιμάνι, θεωρώ πως είναι λάθος να ξεκινήσουμε το ψάρεμα χωρίς μαλάγρα και να φτιάξουμε κατά τη διάρκεια του ψαρέματος όταν θα τη χρειαστούμε ή ακόμη χειρότερα να μην ρίξουμε καθόλου. Η μοναδική περίπτωση που δεν θα έκανα μαλάγρα, θα ήταν αν ψάρευα με ζωντανό δόλωμα π.χ., γαρίδα ζωντανή με εγγλέζικο καλάμι ή ακόμα και με bolognese, στοχεύοντας φυσικά σε λαβράκια ή σε άλλα αξιόλογα θηράματα, ρίχνοντας τουλάχιστον λίγο bigattini με τη σφεντόνα μου. Το bigattini τώρα σαν δόλωμα και σαν μαλάγρα, σε μερικές περιπτώσεις αποδεικνύεται εξαιρετικό και σ’ άλλες δεν δουλεύει καθόλου. Αυτό το έχω διαπιστώσει να συμβαίνει σε πολλά λιμάνια και κυρίως τους χειμερινούς μήνες, όπου δείχνουν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα τα σκουλήκια τύπου ακροβάτη, το καραβιδάκι ή τα ζυμάρια όπως και το ψωμί ή παρόμοια μ’ αυτό. Καλό είναι να δοκιμάζουμε διάφορα ενναλακτικά δολώματα ανάλογα με την εμπειρία μας και την εποχή, αλλά αν έχουμε καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα αναφορικά με τα δολώματα, καλό είναι να δουλεύουμε αυτά που μας φέρνουν αποτελέσματα και να μην προσπαθούμε να έχουμε μαζί μας πολλά διαφορετικά χωρίς νόημα.
Σχετικά με τις μαλάγρες τώρα, αν για κάποιο λόγο δε βρίσκουμε του εμπορίου ή δεν προλάβαμε να αγοράσουμε, μια καλή λύση είναι να διατηρούμε μπαγιάτικα ψωμιά στην κατάψυξη από μήνες πριν και φυσικά αν δεν θέλουμε να τα χρησιμοποιήσουμε σκέτα (έχουν αρκετά καλή απόδοση και σκέτα χωρίς καμία προσθήκη γεύσης) μπορούμε να έχουμε φροντίσει να έχουμε επίσης μέσα στην κατάψυξη σε μικρά μπουκαλάκια νερού, διάφορες γεύσεις, όπως σαρδέλα, γαρίδα, μύδια και τυρί. Για να έχουμε πάντα έτοιμα μπουκαλάκια με γεύσεις, θα χρειαστούμε ένα παλιό μπλέντερ, όπου θα ρίξουμε μέσα μια ποσότητα από κεφάλια γαρίδας ή ολόκληρες αν θέλουμε, λίγο λάδι, αλάτι και νερό. Το νερό θα πρέπει να το ρίξουμε ελεγχόμενα ώστε να μην πέσει πάρα πολύ και στη συνέχεια θα τα ανακατέψουμε έτσι ώστε το τελικό μείγμα μας να γίνει ομοιογενές και να λιώσουν καλά τα υλικά. Φτιάχνουμε τις ποσότητες που επιθυμούμε να διατηρήσουμε στην κατάψυξη και τις έχουμε ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες, αρκεί να ξεπαγώσουμε όσες χρειαζόμαστε από την προηγούμενη ημέρα. Ένα μπουκαλάκι τέτοιο, αρκεί για να αρωματίσουμε ένα μεγάλο κουβά μαλάγρας γεμάτο με ψωμιά για αρκετές ώρες ψαρέματος. Την ίδια παρασκευή που θα κάνουμε με τις γαρίδες στο μπλέντερ, μπορούμε να την κάνουμε με τις σαρδέλες, τα μύδια ακόμα και με τα διάφορα τυριά. Τα μύδια, μπορούμε να τα ζεματίσουμε προηγουμένως με λίγο νερό μαζί για να βγάλουν τους χυμούς τους και να χρησιμοποιήσουμε στο μείγμα μας και το ίδιο το νερό, καθώς περιέχει πολύ άρωμα από τα μύδια. Μπορούμε επίσης να προσθέσουμε μέσα στο μείγμα μας σκόρδο ή ότι άλλο νομίζουμε ότι ταιριάζει, πάντα όμως να θυμόμαστε να μην υπερβάλλουμε στις ποσότητες των πρόσθετων και κυρίως να μην καλύπτουμε τη βασική μας πρώτη ύλη.
Στο σκέτο ψωμί, μια καλή λύση για τα μελανούρια είναι η σκόνη γάλακτος που την αγοράζουμε από καταστήματα με μπαχαρικά και πωλείται χύμα και είναι επίσης αρκετά οικονομική. Αυτή η σκόνη, θα μας βοηθήσει ώστε η μαλάγρα μας να δημιουργήσει θολούρα στο σημείο που θα πέσει και θα κάνει τα μελανούρια λιγότερο διστακτικά. Η σκόνη γάλακτος για να χρησιμοποιηθεί σωστά, θα πρέπει να μπει στα ψωμιά στο τελικό στάδιο της παρασκευής των ψωμιών στη θάλασσα κι όχι νωρίτερα πχ., από το σπίτι. Επίσης, αν η ποσότητα των ψωμιών είναι λίγη (2-3 ψωμιά πχ.,), δεν χρειάζεται φυσικά να χρησιμοποιήσουμε όλο το περιεχόμενο του μπουκαλιού, καθώς με το μισό ή και λιγότερο θα κάνουμε την ίδια δουλειά και το υπόλοιπο θα το φυλάξουμε για το επόμενο ψάρεμα.
Το ψωμί, από τη στιγμή που θα πάμε στη θάλασσα θα πρέπει να είναι η πρώτη μας δουλειά που θα γίνει γιατί θέλει μια προετοιμασία. Θα χρειαστούμε δυο κουβάδες μαλάγρας μεγάλους, μια σίτα για να το στραγγίσουμε και ένα μικρό κουβαδάκι με σκοινί για να πάρουμε νερό από τη θάλασσα. Αφού γεμίσουμε τον ένα κουβά μαλάγρας με νερό, κόβουμε με τα χέρια μας τα ψωμιά σε μικρότερα κομμάτια και τα ρίχνουμε στον κουβά της μαλάγρας με το νερό για να μουλιάσουν. Κατά τη διάρκεια του μουλιάσματος τα βοηθάμε, βυθίζοντάς τα τακτικά για να βραχούν καλά και τα ανακατεύουμε για να έρχονται τα πάνω κάτω και να γίνεται ευκολότερη η διαδικασία. Μόλις μουλιάσουν καλά, ξεκινάμε να τα κόβουμε κομμάτια χωρίς να τα διαχωρίζουμε και να πετάμε την κόρα από την ψίχα των ψωμιών, γιατί τα θέλουμε όλα μαζί. Στη συνέχεια τα κομμάτια αυτά θα τα κάνουμε όσο μικρότερα μπορούμε χωρίς όμως να τα διαλύσουμε τελείως και όταν θα είναι έτοιμα και καλά βρεγμένα, θα τοποθετήσουμε τη σίτα πάνω στο δεύτερο κουβά μας όπου και θα αδειάσουμε προσεκτικά τα ψωμιά με το νερό για να στραγγίζουν. Αν πιέσουμε από πάνω τα ψωμιά με τα χέρια μας όπως βρίσκονται μέσα στη σίτα ή φτιάχνοντας μπάλες και τις πιέζουμε ανάμεσα στα χέρια μας, θα αρχίσει να φεύγει το πολύ νερό και να πέφτει μέσα στον κουβά. Όταν τελειώσουμε την διαδικασία και τα ψωμιά μας είναι καλά στραγγισμένα, το νερό που κρατήσαμε μέσα στο κουβά, θα το ρίξουμε στη θάλασσα εκεί που ψαρεύουμε καθώς περιέχει υπολείμματα ψωμιού και άλλα συστατικά και θα μαλαγρώσει το σημείο ελαφρά.
Το ψωμί τώρα, θα το ρίξουμε από τη σίτα στο κουβά και είτε θα το κάνουμε μπάλες και θα το μαλαγρώσουμε όπως είναι, αφού είναι έτοιμο για χρήση ή θα το ανακατέψουμε προηγουμένως με το μείγμα που έχουμε επιλέξει να έχουμε μαζί μας ή όπως ανέφερα παραπάνω μόνο με λίγη ποσότητα από τη σκόνη γάλακτος. Αρχικά θα ρίξουμε μια μικρή ποσότητα γεύσης - μείγματος μέσα στο ψωμί και ανάλογα αν μας ικανοποιεί το αποτέλεσμα εφόσον το ανακατέψουμε καλά, θα το αφήσουμε ως έχει ή θα προσθέσουμε κι άλλη ποσότητα. Ο σκοπός μας είναι να μπορεί να έχει μια στοιχειώδη συνοχή ώστε μόλις γίνει μπάλα με τα χέρια μας, να μπορέσουμε να το ρίξουμε στο σημείο που θέλουμε χωρίς να διαλύεται στον αέρα. Λογικά δεν θα χρειαστεί κάτι πρόσθετο για να αντέξει στο πέταγμα, γιατί οι αποστάσεις είναι κοντινές και το μαλάγρωμα γίνεται με το χέρι ή με ειδική κουτάλα με στέλεχος, όπου και πετάμε καλύτερα και δεν λερώνουμε τα χέρια μας. Αν παρόλα αυτά, είτε γιατί θέλουμε να ψαρέψουμε μακρύτερα είτε γιατί το σημείο είναι βαθύ και οι μπάλες διαλύονται πριν φτάσουν στα μεσόνερα, θα πρέπει να έχουμε μαζί μας τριμμένη φρυγανιά ή γαλέτα και να προσθέσουμε μια μικρή ποσότητα για να το πετύχουμε. Προσοχή στο σημείο αυτό, να μην ρίξουμε πάρα πολύ φρυγανιά ή γαλέτα και τελικά δημιουργήσουμε συμπαγείς μπάλες τροφής με αποτέλεσμα να τρώνε τα ψάρια τις μπάλες μαλάγρας κι όχι το δόλωμά μας.
Ένα δεύτερο και πολύ κλασσικό σενάριο είναι το ψάρεμα στα βράχια με εγγλέζικο ή bolognese καλάμι με στόχο κυρίως τους σαργούς, τα μελανούρια, τις τσιπούρες και τις μουρμούρες. Εννοείται πως τα θηράματα σ’ αυτούς τους τόπους έχουν κι εδώ μια τεράστια ποικιλία, απλά αναφέρομαι στα περισσότερο συνηθισμένα που ψάχνουμε όσοι ασχολούμαστε με τις τεχνικές αυτές. Από προσωπικά ψαρέματα και άπειρες δοκιμές που έχουν γίνει, έχω καταλήξει πως η καλύτερη μαλάγρα στα ψαρέματα αυτά, είναι μόνο το bigattini. Γνωρίζω πως θα δυσαρεστηθούν πάρα πολλοί με τα γραφόμενά μου, αλλά δυστυχώς και προσωπικά για μένα, εκεί έχω καταλήξει και πολύ δύσκολα πλέον θα αλλάξω γνώμη. Αρχικά, θεωρώ τεράστιο λάθος στην τεχνική αυτή και ειδικά όταν γίνεται σε μεγάλη απόσταση, πριν φτιάξω τον εξοπλισμό μου, να φτιάχνω τη μαλάγρα μου με άλευρα, να ετοιμάζω τον εξοπλισμό μου και να ξεκινάω να ρίχνω μπάλες στην περιοχή με σκοπό να τα μαζέψω, ενώ την ίδια στιγμή το bigattini να το χρησιμοποιώ αποκλειστικά και μόνο σαν δόλωμα ή να ρίχνω αραιά και που καμιά σφεντονιά κι αυτή με το ζόρι. Βασικά, δεν αντιλαμβάνομαι πως γίνεται κάποιος, χωρίς να γνωρίζει τις συνθήκες που επικρατούν εκείνη τη στιγμή, όπως το ρεύμα για παράδειγμα που είναι πολύ σημαντικό, να ρίχνει μέσα μπάλες μαλάγρας χωρίς να ξέρει που καταλήγει το ίχνος τους και αν παρασύρει τα ψάρια μακριά από την ψαρεύτρα του, αλλά ταυτόχρονα να θεωρεί κιόλας ότι προετοιμάζει τον τόπο. Όλα αυτά, πριν ουσιαστικά ρίξει το φελλό με την αρματωσιά του μέσα στο νερό και αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει και πώς αυτό μεταφράζεται ψαρευτικά.
Ξεκινώντας το ψάρεμα μας και αφού έχει προηγηθεί το στήσιμο της αρματωσιάς, η βυθομέτρηση κλπ., ρίχνουμε μια δυο σφεντονιές με bigattini πάνω στο φελλό γιατί αυτό θα μας αποκαλύψει αρκετά πράγματα για τη συνέχεια του ψαρέματος. Αρχικά θα δούμε προς τα που κινείται ο φελλός, αν έχει ρεύμα ή αέρα ή και τα δυο μαζί και μετά από δυο τρείς βολές πιθανόν να χρειαστεί να κάνουμε μερικές τροποποιήσεις στην αρματωσιά μας ή και να αλλάξουμε φελλό για τον οποιονδήποτε λόγο, ακόμα και να μετακινηθούμε λίγα μέτρα δεξιά ή αριστερά από το αρχικό μας σημείο. Οι πρώτες βολές, θα μας αποκαλύψουν επίσης τις διαθέσεις των ψαριών, αν η βυθομέτρηση ήταν σωστή και το κυριότερο, προς τα που θα μαλαγρώσουμε σωστά ώστε το δόλωμά μας να βρίσκεται πάντα μέσα στο ίχνος της μαλάγρας μας. Αν τα ψάρια δείξουν ότι τρώνε με όρεξη και τους αρκεί το μαλάγρωμα με bigattini, θα παραμείνουμε σ’ αυτό χωρίς να φτιάξουμε καθόλου μαλάγρα μέχρι και το τέλος του ψαρέματος.
Αν τώρα, το σημείο είναι πάνω από 10-12 μέτρα βάθος και μετά από λίγη ώρα δεν πάρουμε τσιμπιά, ίσως χρειαστεί ανάλογα και με την εποχή να φτιάξουμε μαλάγρα. Ειδικά το χειμώνα και αναφέρομαι κυρίως σε ημερήσια ψαρέματα, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα τη χρειαστούμε σ’ αυτά τα βάθη και πάνω, ενώ αντίθετα τους καλοκαιρινούς μήνες το bigattini δουλεύει άψογα και συνήθως δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Σε ρηχά νερά μέχρι 5-6 μέτρα, ειδικά την ημέρα, το bigattini είναι μια χαρά και κάνει πάρα πολύ καλά τη δουλειά του ακόμα και το χειμώνα, ειδικά αν ψαρεύουμε σε κανονικές θερμοκρασίες περιβάλλοντος και τα νερά δεν είναι πολύ κρύα. Για τους καλοκαιρινούς μήνες, το θεωρώ εντελώς άκυρο σε ρηχά νερά να ρίχνω οποιαδήποτε μαλάγρα εκτός από bigattini. Αν θέλουμε, μπορούμε να έχουμε κάποια ενναλακτικά δολώματα μαζί, όπως ζυμάρι ή σκουλήκια για να δοκιμάσουμε, αλλά σε γενικές γραμμές το bigattini φτάνει και περισσεύει. Προσωπικά, ένα άλλο λάθος που έκανα συχνά, ήταν να ρίχνω μέσα στη μαλάγρα μου πολλά πρόσθετα ενισχυτικά (χωρίς να μπερδεύω τις γεύσεις φυσικά) τα οποία μετά από δοκιμές, παρατήρησα πως μόνο ζημιά μου προκαλούσαν και μου κράταγαν τα ψάρια σε απόσταση και ήταν πολύ διστακτικά ακόμα και όταν κάποια από αυτά ξεθάρρευαν και δοκίμαζαν το δόλωμα. Αυτό το παρατήρησα από τις όποιες συλλήψεις ψαριών ακολούθησαν, όπου παρόλο που το κάρφωμα ήταν σε πρώτο χρόνο, το αγκίστρι ήταν επιδερμικά καρφωμένο ή ακόμα και εξωτερικά από το στόμα, για να μην αναφερθώ και στα επιπόλαια πιασίματα όπου συνήθως τα ψάρια ξαγκιστρώνονταν πριν τα φέρω στην απόχη, παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλα. Ακόμα όμως και με σκέτες μαλάγρες που δοκίμασα χωρίς να προσθέσω μέσα κάτι, εκτός από λίγο bigattini κατά καιρούς, η μυρωδιά ήταν ιδιαίτερα έντονη και συνέβαινε το ίδιο πράγμα με τα ψάρια.
Καλύτερα λίγο σκέτο bigattini με μια σωστή παρουσίαση, παρά ένα υπερβολικό μαλάγρωμα με άλευρα ή ακόμα και με bigattini και να έχουμε μια μέτρια ή ακόμα χειρότερα μια κακή παρουσίαση της αρματωσιάς μας μέσα στο νερό…
Άλλες φορές, ξεκινούσα να μαλαγρώνω με bigattini και ενώ το ψάρεμα μας εξελισσόταν με καλά θηράματα στο ψυγείο μας, έριχνα μέσα μερικές μπάλες μαλάγρας που είχα ετοιμάσει από πριν για το σκοπό αυτό και σχεδόν αυτόματα έκοβε κάθε δραστηριότητα ακόμα και από μικρότερα ψάρια. Αυτό αρχικά ήταν ένα ερέθισμα για να προβληματιστώ, αλλά τότε που συνέβαινε αυτό, αρκέστηκα στο να σταματήσω να ρίχνω μαλάγρα και να καταστρέφω το ψάρεμά μου είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια του ψαρέματος παραμένοντας σταθερά και μόνο στο bigattini. Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισα να πειραματίζομαι με τη σύσταση και το ιδιαίτερα έντονο άρωμα της μαλάγρας και κατέληξα να "λύσω" αυτό που με προβλημάτιζε και στην αρχή θεωρούσα πως ήταν στα θετικά σημεία της μαλάγρας. Διαπίστωσα πως το έντονο άρωμα που είχαν στη σύστασή τους οι έτοιμες μαλάγρες του εμπορίου ήταν υπεύθυνο για αυτό που παρατηρούσα διαρκώς στα ψαρέματά μου και μόλις η μαλάγρα μου έπεφτε στη θάλασσα, τα ψάρια "έκοβαν". Ξεκίνησα να ανακατεύω σε ίσες ποσότητες πχ., άλευρα με γεύση τυριού, με άλευρα γλυκών νερών και συγκεκριμένα με άρωμα φράουλας και διαπίστωσα πως όταν το ψάρεμά μου απαιτούσε μαλάγρα σε μορφή αλεύρων, τα αποτελέσματα ήταν τελείως διαφορετικά από πριν, σχεδόν τα ίδια που είχα με τη χρήση σκέτου bigattini ή και λίγο καλύτερα ειδικά σε χαμηλές θερμοκρασίες νερού. Εκεί που τις χρειαζόμουν όμως, ήταν κυρίως το βράδυ σε ρηχά και λίγο περισσότερο σε βαθιά νερά για να μπορέσω να προσελκύσω τα ψάρια γρηγορότερα και να τα κρατήσω στο σημείο που ήθελα. Το χειμώνα, σε ρηχά νερά και κατά τη διάρκεια της ημέρας, πιθανόν να με βοηθούσε και το κόκκινο χρώμα της μαλάγρας αλλά σίγουρα το εξασθενημένο άρωμα του τυριού ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά.
Με αφορμή λοιπόν το ανακάτεμα και το "σπάσιμο" των αρωμάτων του τυριού με φράουλα, στη συνέχεια δοκίμασα κι άλλες μίξεις όπως τυρί με μπισκότο ή τυρί με βανίλια, τυρί – μύδια ή καβούρι με μπισκότο κλπ., με το ίδιο καλά αποτελέσματα. Σίγουρα είναι ένας κόσμος ανεξερεύνητος για πολλούς ψαράδες, αλλά ακόμα και να βρούμε κάτι που να μας καλύπτει, πάντα θα υπάρχουν καινούργιες αναζητήσεις και προβληματισμοί. Προσοχή στις μαλάγρες με σαρδέλα ή στους έτοιμους πολτούς, οι οποίες δεν "σπάνε" τα αρώματά τους με κανένα τρόπο και πρέπει να τις χρησιμοποιούμε ως έχουν και χωρίς προσθήκες. Εξάλλου, η σαρδέλα σε γενικές γραμμές και από όσο γνωρίζω, χρησιμοποιείται από τις εταιρείες ατόφια και χωρίς χημικές προσμίξεις, καθώς είναι φτηνή πρώτη ύλη και δεν πολύ "πειράζεται" παραμένοντας στη φυσική της μορφή. Ο μοναδικός τώρα λόγος για να ανακατέψουμε τη μαλάγρα σαρδέλας με τυρί, φράουλα, μπισκότο ή οτιδήποτε άλλο, είναι γιατί θέλουμε να αυξήσουμε τον όγκο και την ποσότητα και δεν έχουμε μαζί μας άλλες μαλάγρες με γεύση σαρδέλα. Η σαρδέλα ή η ρέγκα, για να "αλλοιωθεί" η μυρωδιά τους και να εξασθενήσουν, απαιτούν ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες από τυρί πχ., και δεν το κάνουμε, καθώς δεν έχει νόημα. Επίσης, ειδικά στα ψαρέματα με bolognese που είναι κοντά μας, μπορούμε να αυξήσουμε την ποσότητα της μαλάγρας αν θέλουμε, με την προσθήκη άμμου ή και χοντρού αλατιού ειδικά στις μαλάγρες με τη σαρδέλα, γιατί και τα δύο υλικά διατηρούν τη μυρωδιά της σαρδέλας και δεν τρώγονται και κυρίως δεν προκαλούν με τη φυσική τους σύσταση καμία παρέμβαση στην πρώτη ύλη, ενώ ταυτόχρονα μαλαγρώνουν τον τόπο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η άμμος δεν πρέπει να είναι υπερβολική μέσα σε μια μαλάγρα γιατί θα τη στεγνώσει τελείως και ενδείκνυται να μπαίνει λίγο - λίγο ενώ το αλάτι αντίθετα, μπορεί να μπει σε μεγαλύτερες ποσότητες αλλά και πάλι ελεγχόμενα.
Επειδή τα περισσότερα αρώματα και όχι όλα, συνήθως είναι προϊόντα χημείας, πιστεύω πως όταν είναι έντονα (εννοώ ότι αν ρίχνουμε και εμείς και τα ενισχύουμε περισσότερο), διαχέονται μέσα στο νερό και φέρνουν τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένουμε, πιθανόν αλλάζοντας το PH του νερού τοπικά και για όσο χρόνο αυτά παραμένουν στο βυθό, μέχρι να αφομοιωθούν από το περιβάλλον και να επανέλθει η κατάσταση στο φυσιολογικό ή μπορεί τα ψάρια να τρώνε από τη μαλάγρα μας και να μην ενδιαφέρονται για το αγκίστρι μας, πράγμα που το θεωρώ από δύσκολο έως απίθανο. Στο παρελθόν, πειραματιστήκαμε με έτοιμες μαλάγρες αλεύρων όπου τις ρίξαμε στη θάλασσα σε κοντινή απόσταση από τα βράχια (περίπου 25 – 30 μέτρα μακριά μας) και τοποθετήσαμε στο βυθό κοντά στις μπάλες μαλάγρας μια υποβρύχια κάμερα με φυσική κάλυψη από φύκια και βλάστηση και σε βάθος 5-6 μέτρων. Όταν προβάλαμε το βίντεο στον υπολογιστή, παρατηρήσαμε πως κοντά στις μπάλες της μαλάγρας υπήρχαν αρκετά ψάρια, πολύ κινητικά οφείλω να ομολογήσω ειδικά για την εποχή (στα κρύα του χειμώνα) τα οποία όμως έτρωγαν διστακτικά και με επιφύλαξη τα κομματάκια που διαλύονταν και παρασύρονταν από το ελαφρύ ρευματάκι που επικρατούσε χωρίς ωστόσο να ξεθαρρεύουν όπως θα περιμέναμε και να πάνε να τσιμπολογήσουν τις ίδιες τις μπάλες της μαλάγρας. Αυτό όμως που μας έκανε τρομερή εντύπωση, δεν ήταν τα ίδια τα μικρόψαρα αλλά τα μεγαλύτερα ψάρια που ήταν άφαντα από το πλάνο. Με μια προσεκτικότερη παρατήρηση, διαπιστώσαμε πως στα όρια του πλάνου της κάμερας, όπου μετά βίας μπορούσαμε να διακρίνουμε, βλέπαμε αχνά τα μεγαλύτερα ψάρια του είδους, σαργούς στην προκειμένη περίπτωση, να τριγυρίζουν ανήσυχοι και να μην πλησιάζουν για κανένα λόγο κοντά στις μπάλες της μαλάγρας ή ακόμα και στο ίχνος της. Τι ήταν αυτό που κρατούσε τα ψάρια μακριά και δεν τα άφηνε να πλησιάσουν μαζί με τα μικρότερα κρατώντας τα σε ασφαλή απόσταση; Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως είναι τα έντονα αρώματα των συστατικών των αλεύρων τελικά, είτε μας αρέσει είτε όχι καθώς αυτά επιδρούν στο τοπικό περιβάλλον αρνητικά με κάποιο τρόπο που δεν γνωρίζω με σιγουριά, ωστόσο καταφέρνουν να αλλοιώνουν έστω και για λίγο το χώρο που τα ρίχνουμε με αποτέλεσμα να φέρνουν έστω και προσωρινά τα αντίθετα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και έχω καταλήξει πως όταν θέλω να ρίξω στη θάλασσα μαλάγρες, να τις κάνω λιγότερο αρωματικές όσον αφορά τον τρόπο προσέλκυσης των ψαριών, κρατώντας έτσι λιγότερο επιθετική προσέγγιση στο θέμα μαλάγρα. Ο σκοπός εξάλλου του άρθρου, δεν είναι να ακυρώσω τη χρήση της μαλάγρας στο μυαλό των ψαράδων (πως θα μπορούσα άλλωστε;), αλλά να προβληματίσω όσους ενδιαφέρονται για μια ποιο ορθή σκέψη και χρήση μέσα από τον προβληματισμό και τον πειραματισμό.
Κάτι τελευταίο που θα πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας, είναι πως οι μαλάγρες με τόσο έντονα αρώματα και συστατικά (έχω δει απίστευτα πολλά υλικά μέσα σε μαλάγρα, που φτάνω να μην ξεχωρίζω τι είναι τι, εκτός από μια έντονη τυρίλα ανακατεμένη με κάτι απροσδιόριστο) νομίζω πως έχουν σκοπό να προσελκύσουν πρώτα εμάς τους ψαράδες και λιγότερο τα ψάρια στα οποία απευθυνόμαστε. Για να μη μιλήσω για τα ενισχυτικά που πουλιούνται έξτρα και μας προτρέπουν κάποιοι χωρίς σοβαρά επιχειρήματα να τα ρίχνουμε μέσα στις μαλάγρες ασύστολα. Όλα αυτά τα προϊόντα, θέλουν ιδιαίτερη μεταχείριση, μεγάλη προσοχή στις ποσότητες και προσωπικά θεωρώ πως πρέπει οι μαλάγρες μας να έχουν πολύ διακριτικά αρώματα και να τις ρίχνουμε στη θάλασσα πάντα σε μικρές ποσότητες, δίνοντας περισσότερη βάση στο bigattini και στον τρόπο με τον οποίο το διαχειριζόμαστε παρά σ' αυτές, ξεκινώντας πρώτα από την παρουσίαση της αρματωσιάς μας και κατόπιν να δίνουμε βάρος, αν και εφόσον χρειάζεται στο μαλάγρωμα. Προσωπικά λοιπόν, έχω καταλήξει στα ψαρέματα μου από βράχια ή παραλίες να μην ρίχνω μέσα στη θάλασσα μαλάγρες από άλευρα εκτός πολύ εξαιρετικών περιπτώσεων όπως ανέφερα παραπάνω και να φροντίζω να μαλαγρώνω αποκλειστικά και μόνο με bigattini και για όσο χρόνο αποδίδει, προσέχοντας και παρατηρώντας καθ’ όλη την διάρκεια του ψαρέματος να μη "μπουκώνω" τα ψάρια με υπερβολικές ποσότητες από αυτό, ενώ στα ψαρέματα μου από λιμάνια να κάνω ακριβώς το αντίθετο αλλά και πάλι χωρίς να γίνομαι υπερβολικός στα αρώματα και στις ποσότητες για να έχω τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Καλύτερα λίγο σκέτο bigattini με μια σωστή παρουσίαση, παρά ένα υπερβολικό μαλάγρωμα με άλευρα ή ακόμα και με bigattini και να έχουμε μια μέτρια ή ακόμα χειρότερα μια κακή παρουσίαση της αρματωσιάς μας μέσα στο νερό…