Κείμενο - φωτογραφίες: Γιάννης Γιατράκος
Μια από τις πρώτες συνθήκες που μας επηρεάζουν στην εγγλέζικη τεχνική, είναι η παρουσία αέρα και θαλάσσιου ρεύματος έξω και μέσα από τη θάλασσα αντίστοιχα. Παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε και ταυτόχρονα να αποσαφηνίσουμε τις κυριότερες περιπτώσεις που συναντάμε στην εγγλέζικη τεχνική περισσότερο και λιγότερο στη Bolognese κι αυτό γιατί αναφερόμαστε κυρίως στη καθαρή μορφή τους...
Αν ανατρέξουμε λίγο στη βασική θεωρία των ρευμάτων στη θάλασσα, μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι αρκετή για να μας δώσει επαρκή στοιχεία όπου θα πάρουμε πολλές χρήσιμες πληροφορίες. Επιγραμματικά και έχοντας αφαιρέσει δυσνόητους όρους, διαβάζουμε τα εξής:
Ο άνεμος, εκτός από τα κύματα που δημιουργεί, παρασύρει το επιφανειακό νερό με την τριβή που ασκείται στην επιφάνεια της θάλασσας. Η διεύθυνση της κίνησης του νερού, δεν ταυτίζεται πάντα με τη διεύθυνση του ανέμου.
Θαλάσσιο ρεύμα ονομάζεται η συνεχής κίνηση του θαλάσσιου νερού προς την ίδια κατεύθυνση σε μία περιοχή της θάλασσας. Η κίνηση αυτή, προκαλείται από τις δυνάμεις που δρουν επί της μέσης ροής του υδάτινου όγκου, όπως είναι ο άνεμος, η θραύση των κυμάτων, η δύναμη Coriolis (είναι η κίνηση του ανέμου στην επιφάνεια της γης και είναι αντίθετη ως προς τους δείκτες των ρολογιών, η οποία γη ταυτόχρονα περιστρέφεται και άρα αλλάζει κατεύθυνση και επιταχύνεται), η βαρυτική καταβύθιση (δλδ., τα αιωρούμενα σωματίδια που λόγω βαρύτητας κάποια στιγμή βυθίζονται), οι διαφορές θερμοκρασίας και εξάτμισης, η διαφορά αλατότητας από περιοχή σε περιοχή, κλπ., Αυτοί είναι οι βασικοί παράγοντες που δημιουργούν αυτήν τη κίνηση που ονομάζουμε θαλάσσιο ρεύμα.
Οι παλίρροιες τώρα, δημιουργούν παροδικά εναλλασσόμενα ρεύματα, τα παλιρροϊκά ρεύματα και προκαλούνται από τις έλξεις της Σελήνης και του Ηλίου. Η βαθυμετρική διαμόρφωση του βυθού, το σχήμα της ακτογραμμής και οι αλληλεπιδράσεις με άλλα θαλάσσια ρεύματα επηρεάζουν τόσο την κατεύθυνση όσο και την ταχύτητα (δύναμη) ενός ρεύματος.
Τα βαθιά θαλάσσια ρεύματα συντηρούνται από τις διαφορές πυκνότητας και θερμοκρασίας. Τα ρεύματα αυτά, που αποκαλούνται και υποθαλάσσιοι ποταμοί, ρέουν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και δεν ανιχνεύονται άμεσα παρά μόνο με εξειδικευμένο επιστημονικό εξοπλισμό.
Η φορά κίνησης των θαλασσίων ρευμάτων είναι ίδια με τη φορά των δεικτών του ρολογιού για το βόρειο ημισφαίριο ενώ για το νότιο ημισφαίριο είναι αντίθετη από τη φορά των δεικτών του ρολογιού.
Από τα πιο γνωστά θαλάσσια ρεύματα είναι το θερμό ρεύμα του Μεξικού, το οποίο επηρεάζει την Δυτική Ευρώπη και το Κούρο Σίβο που ξεκινά από την Ιαπωνία και επηρεάζει την Ανατολική Ασία.
Οι ελληνικές θάλασσες δεν παρουσιάζουν θαλάσσια ρεύματα μεγάλης κλίμακας. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα εξής:
α) Το ψυχρό ρεύμα του Εύξεινου Πόντου, που προχωρεί κατά μήκος των ανατολικών ακτών της ηπειρωτικής Ελλάδας και εξαφανίζεται στο νότιο Αιγαίο. Από το ρεύμα αυτό, επηρεάζεται το κλίμα των ακτών προς το ψυχρότερο και ξηρότερο.
β) Το θερμό ρεύμα της Μεσογείου, που διακλαδίζεται προς το Ιόνιο και το Αιγαίο πέλαγος και καθιστά το κλίμα της Νότιας Ελλάδας θερμό και υγρό.
Αφού κατανοήσαμε τη βασική αρχή της δημιουργίας των θαλάσσιων ρευμάτων και παίρνοντας απλά μια γεύση από τους λόγους που προκαλούνται, ας περάσουμε τώρα στο κομμάτι που μας ενδιαφέρει και δεν είναι άλλο από το ψάρεμα.
Ξεκινώντας να αναφέρω, πως το θαλάσσιο ρεύμα στην εγγλέζικη τεχνική είναι σύμμαχός μας και θα πρέπει να μάθουμε να το ψαρεύουμε, πάντα μέσα στα πλαίσια της λογικής και κυρίως να μην προσπαθούμε σε καμία περίπτωση να το αποφεύγουμε. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, έχει αποδειχτεί πως όλα τα ψάρια αρέσκονται στο να αναζητούν την τροφή τους μέσα στη κίνηση των νερών, όπως και στην αφρουδιά πχ., όπου κάμπτεται η καχυποψία τους λόγω περιορισμένης ορατότητας και διαρκούς κίνησης του νερού που μεταφέρει τροφή, μικρόψαρα, καρκινοειδή και ταυτόχρονα αποκολλά από τα βράχια και τις πέτρες μικροοργανισμούς. Γενικά, τα φέρνει σε ευνοϊκή θέση εύρεσης και κατανάλωσης μεγάλης και σχετικά εύκολης ποσότητας τροφής, ένα στοιχείο το οποίο μπορούμε αν το εκμεταλλευτούμε κατάλληλα να έχουμε ικανοποιητικές ψαριές ως προς το αποτέλεσμα.
Ο άνεμος, εκτός από τα κύματα που δημιουργεί, παρασύρει το επιφανειακό νερό με την τριβή που ασκείται στην επιφάνεια της θάλασσας. Η διεύθυνση της κίνησης του νερού, δεν ταυτίζεται πάντα με τη διεύθυνση του ανέμου…
Για να μπορέσουμε όμως να εκμεταλλευτούμε τα θαλάσσια ρεύματα, θα πρέπει να γνωρίζουμε κάθε φορά την ένταση και τη κατεύθυνση προς την οποία κινούνται, για να ξέρουμε από πριν που να μαλαγρώσουμε (είτε με άλευρα είτε με bigattini) και κυρίως που καταλήγει η μαλάγρα μας. Το τελευταίο, είναι πολύ σημαντικό γιατί ενδέχεται να δημιουργήσουμε μια καταπληκτική ψαρεύτρα, με τη μόνη διαφορά ότι μπορεί να βρίσκεται αρκετά μακρύτερα από εμάς και άρα αδύνατο να την εκμεταλλευτούμε και όλα αυτά εν αγνοία μας, θεωρώντας λανθασμένα φυσικά πως αυτά που κάναμε ήταν σωστά, αλλά δεν είχε ψάρια. Δυστυχώς για εμάς, ψάρια είχε αλλά φροντίσαμε να τα πάμε κάνα δυο οικόπεδα παρακάτω κι εμείς περιμέναμε μάταια τις πολυπόθητες τσιμπιές, πιθανόν σε μια κατά τα άλλα πολλά υποσχόμενη ψαρευτικά ημέρα.
Δεν θα αναφερθώ σχεδόν καθόλου στο γιατί και πως επιλέγουμε ένα μέρος για να ψαρέψουμε (έχει γίνει αναλυτική παρουσίαση σε παλαιότερο άρθρο) ή το στήσιμο της κατάλληλης αρματωσιάς από πριν, γιατί ειδικά στο θέμα αρματωσιά, θεωρώ πως είτε θα γνωρίζουμε εκ των προτέρων τη ψαρεύτρα μας από κάποια παλιότερη επίσκεψη είτε θα λειτουργήσουμε με βάση την εμπειρία μας και πολύ πιθανόν να αναγκαστούμε να την τροποποιήσουμε στην πορεία του ψαρέματος ή ακόμα και να φτιάξουμε μια νέα, όσο δύσκολο κι αν φαίνεται αυτό ειδικά σ’ αυτούς που ξεκίνησαν πρόσφατα την τεχνική του εγγλέζικου.
Έχοντας ψαρέψει όλα αυτά τα χρόνια σχεδόν στις περισσότερες ακτές της Αττικής κυρίως αλλά και σε πολλά και διαφορετικά μέρη στην υπόλοιπη Ελλάδα, από βόρεια μέχρι νότια και ακόμα σε πολλά νησιά της πατρίδας μας, έχω παρατηρήσει πως στις πιο πολλές περιπτώσεις, η διεύθυνση του αέρα δεν ταιριάζει σχεδόν ποτέ με τη διεύθυνση του θαλάσσιου ρεύματος. Οι μοναδικές περιπτώσεις που αυτό το φαινόμενο εξαρτάται από άλλους παράγοντες και πιθανόν να μας μπερδέψει, είναι το εσωτερικό των λιμανιών όπου με τον τρόπο που είναι η μορφολογία τους εσωτερικά με τις μαρίνες, τις πλωτές εξέδρες, τους λιμενοβαραχίονες και άλλες εσωτερικές ή εξωτερικές κατασκευές όπως οι κυματοθραύστες ή οι άκρες των μόλων για παράδειγμα, κάθε φορά η διεύθυνση είναι διαφορετική ανάλογα με το σημείο που βρισκόμαστε και θα πρέπει να ασχοληθούμε αρκετά για να την κατανοήσουμε και για να γνωρίζουμε από πριν όλα αυτά που θα συμβούν την ώρα που θα ψαρέψουμε. Μια άλλη περίπτωση είναι να υπάρχουν φυσικά εμπόδια μέσα στη θάλασσα πριν ή μετά από εμάς και τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διεύθυνση και τη δύναμη των θαλάσσιων ρευμάτων σε αυτό το σημείο και επίσης αν ψαρεύουμε στην άκρη ενός κάβου όπου εκεί και πάλι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες όπως είναι πχ., η μορφολογία του βυθού όπου δεν ισχύει τίποτα από τα παραπάνω και όλα είναι μεταβλητά.
Την ώρα του ψαρέματος λοιπόν διαθέτουμε, ευτυχώς για εμάς, δύο βασικά σημεία αναφοράς για να καταλάβουμε από την αρχή την διεύθυνση του θαλάσσιου ρεύματος. Το ένα είναι όπως προανέφερα η διεύθυνση του αέρα και που σχεδόν ποτέ δεν ταιριάζει με τη κίνηση του νερού εκτός από σπάνιες περιπτώσεις. Πάντα και ειδικά στην αρχή του ψαρέματος, είναι καλό να θεωρούμε πως αυτά τα δύο είναι αντίθετα για να έχουμε μια βάση ώστε με κριτήριο αυτό, να μαλαγρώνουμε στο σωστό σημείο. Παλαιότερα σε κάποιο άρθρο για το εγγλέζικο, είχα αναφέρει πως αν δεν γνωρίζουμε προς τα που κινούνται τα θαλάσσια ρεύματα, είναι προτιμότερο να μαλαγρώνουμε κάθε φορά πάνω στο φελλό μας παρά να κάνουμε τελείως λάθος και να απομακρύνουμε εντελώς τα ψάρια από τη ψαρεύτρα μας. Με αυτόν τον τρόπο, είναι πολύ πιθανότερο να ξεγελάσουμε μερικά θηράματα έστω και λίγα μέχρι να αποκτήσουμε την εμπειρία και κυρίως τη σιγουριά ότι μαλαγρώνουμε σωστά, παρά να το κάνουμε στην τύχη και απλά αυτή να μας ευνοήσει κάποια στιγμή.
Το δεύτερο σημείο αναφοράς είναι, όπως πολύ σωστά θα σκεφτεί κάποιος, ο φελλός μας και η πορεία την οποία ακολουθεί κατά τη διάρκεια του ψαρέματος. Ο φελλός του εγγλέζικου, όποιο σχήμα και να έχει, με όποιο βάρος και να διαθέτει στο σώμα του και με όσα γραμμάρια ερματίσματος και να παίρνει από κάτω, είναι το πρώτο πράγμα μέσα στο νερό που επηρεάζεται είτε από τον αέρα είτε από το θαλάσσιο ρεύμα λόγω όγκου. Εδώ, ισχύει πως όσο μεγαλύτερο όγκο έχει ο φελλός μας τόσο γρηγορότερα θα παρασύρεται και μαζί του φυσικά η αρματωσιά μας που θα ακολουθεί το φελλό μας ίσως και αρκετά πιο πίσω από εκεί που νομίζουμε και φυσικά πολύ πιο ψηλά από το βάθος που είχαμε ορίσει αρχικά. Αν επιλέξουμε να της προσθέσουμε πολύ βάρος συγκεντρωμένο, είναι αυτονόητο ότι θα χάσουμε σε μεγάλο βαθμό την παρουσίαση και ο σκοπός μας δεν είναι αυτός, αλλά μια μέση λύση όπου θα μπορούν να συμβαίνουν και τα δυο το ίδιο καλά. Δλδ., και το ερμάτισμα να μην είναι υπερβολικό αλλά και η παρουσίαση να είναι η όσο το δυνατό καλύτερη. Ανάλογα τώρα αν έχουμε σταθερή ή συρόμενη αρματωσιά και με ιδανική κίνηση πάντα το βύθισμα της μύτης του καλαμιού μας μέσα στο νερό και πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση του θαλάσσιου ρεύματος ή του αέρα αν υπάρχει, γίνεται για να δημιουργήσουμε την όποια καθυστέρηση στη μετακίνηση του φελλού και σε συνδυασμό με το κατάλληλο στήσιμο στο μολύβωμα, μπορούμε να έχουμε πολλές και δυνατές συγκινήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του ψαρέματος.
Γνωρίζοντας λοιπόν την διεύθυνση του αέρα και του φελλού, έχουμε και τον τρόπο να αντιληφθούμε πως ακριβώς "στέκεται" η αρματωσιά μας μέσα στο νερό. Αυτό θα μας βοηθήσει στη συνέχεια να κάνουμε τις όποιες τροποποιήσεις θεωρούμε πως χρειάζονται ή στο μέλλον να στήσουμε την αρματωσιά μας από την αρχή πιο σωστά σε μια παρόμοια περίπτωση.
Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω, θα αναφέρω ένα παράδειγμα μιας μικρής τροποποίησης συρόμενης αρματωσιάς το οποίο έγινε σε πραγματικές συνθήκες και στην πορεία του ψαρέματος, δεν χρειάστηκε να γίνει καμία άλλη επέμβαση. Ψάρεμα εξωτερικά ενός βαθιού λιμανιού, καλάμι 6 μέτρων Bolognese, απόσταση βολής γύρω στα 15-20 μέτρα, αρχικό βάθος του στόπερ τα 14 μέτρα, απλωμένα μολύβια σε μεγάλο μήκος (2.5 μέτρα) σε φελλό 4+2 straight και παράμαλλο 2 μέτρα με συνθήκες σχεδόν απουσίας αέρα αλλά με ύπαρξη ήπιου θαλάσσιου ρεύματος με κατεύθυνση προς τα έξω από το σημείο που καθόμασταν. Για αρκετές ώρες, τα ψάρια έτρωγαν αδιάκοπα και μας χάρισαν όμορφες στιγμές, με τα μεγάλα να κρατιούνται και τα μικρότερα να επιστρέφουν προσεκτικά στη θάλασσα, όταν ξαφνικά οι τσιμπιές έκοψαν τελείως. Παρατηρήσαμε πως το θαλάσσιο ρεύμα είχε αυξηθεί κατά πολύ με συνέπεια το παράμαλλο να βρίσκεται πολύ ψηλότερα από εκεί που υποθέταμε αρχικά ότι βρισκόταν και γι’ αυτό είχαμε σαν αποτέλεσμα την απουσία ψαριών και τσιμπημάτων. Οι λύσεις ήταν ή να αλλάξουμε φελλό με μεγαλύτερο ερμάτισμα και να προσθέσουμε περισσότερα μολυβάκια στην αρματωσιά μας για να βαθύνουμε και να ξανά βρούμε τα ψάρια ή να μετακινήσουμε προς τα πάνω το στόπερ 2-3 μέτρα μήπως αυτό λειτουργήσει καλύτερα με βασικό κριτήριο να κρατήσουμε την πιο ελαφριά παρουσίαση που είχαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Επιλέξαμε φυσικά την δεύτερη λύση που δεν απαιτούσε καμία καθυστέρηση και χωρίς ουσιαστικά να τροποποιήσουμε με περιττό βάρος την αρματωσιά μας, ξανά βρήκαμε τα ψάρια και συνεχίσαμε το ψάρεμά μας.
Ας δούμε παρακάτω τις κυριότερες περιπτώσεις θαλάσσιου ρεύματος και διεύθυνσης αέρα, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποσαφηνίσουμε από την πορεία του φελλού το σημείο που πρέπει να μαλαγρώσουμε.
Απουσία αέρα και θαλάσσιου ρεύματος. Αυτή είναι και η πιο εύκολη περίπτωση που θα συναντήσουμε, συμβαίνει κάποιες φορές στο ψάρεμα καθ’ όλη τη διάρκειά του και κάποιες ελάχιστες, δημιουργείται πάνω στην αλλαγή διεύθυνσης των θαλάσσιων ρευμάτων και δυστυχώς διαρκεί ελάχιστα. Εδώ ο φελλός παραμένει ακίνητος στο σημείο που θα πέσει και το μαλάγρωμα, γίνεται αποκλειστικά και μόνο πάνω στο φελλό και γύρω από αυτόν σε πολύ κοντινή απόσταση για να μη σκορπίσουμε τα ψάρια. Μπορούμε να τον ερματίσουμε σε οριακό σημείο και η αρματωσιά μας μπορεί να είναι όσο πιο ελαφριά γίνεται σε μολύβωμα, λεπτή σε διαμέτρους και με πολύ μακρύ ελεύθερο παράμαλλο. Η απόσταση ψαρέματος, συνήθως γίνεται κοντά λόγω της έλλειψης αέρα, ο οποίος θα μας βοηθούσε να στείλουμε τα bigattini μας εκεί. Αν χρησιμοποιήσουμε μαλάγρα σε άλευρα είτε σκέτη είτε με τα σκουληκάκια ανακατεμένη, τότε μπορούμε να αυξήσουμε την απόσταση λόγω του βάρους της μαλάγρας η οποία μας το επιτρέπει σε συνδυασμό με τη χρήση πιο μεγάλης και πιο δυνατής σφεντόνας. Αν τα νερά είναι ρηχά, πολύ καθαρά και επικρατούν συνθήκες έντονης ηλιοφάνειας ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα, οι πιθανότητες για μια πετυχημένη εξόρμηση είναι ελάχιστες. Προσωπικά, αν υπάρχει η επιλογή να διαλέξω ανάμεσα σε δυο σημεία, ένα ρηχό κι ένα βαθύ, μ’ αυτές τις συνθήκες θα επιλέξω το βαθύτερο σημείο έτσι ώστε να έχω καλύτερες πιθανότητες για μια επιτυχημένη εξόρμηση και αν μπορώ λόγω μορφολογίας ακτής και βυθού, θα διαλέξω ένα καλάμι bolognese με εγγλέζικο στήσιμο για να ψαρέψω. Η πλήρης έλλειψη αέρα, θα με βοηθήσει ιδιαίτερα στο χειρισμό ενός 6 ή 7 μέτρων καλαμιού ειδικά σε κομμάτια με την αποχή κοντά όπου θέλω να πιέσω τα ψάρια με την παραβολή του. Το bolognese καλάμι θα με βοηθήσει επίσης να κάνω ερματίσματα μεγάλου μήκους μολυβιών (άπλωμα) και επίσης είναι μονόδρομος η χρήση του σε περιπτώσεις όπου ήμαστε αναγκασμένοι να καθόμαστε αρκετά πιο μέσα από την άκρη των βράχων που βρίσκονται μπροστά μας και θέλουμε μήκος καλαμιού για να βγούμε έξω. Τέλος, δεν αποκλείουμε σε καμία περίπτωση ότι μπορεί να επιλέξουμε το ρηχό κομμάτι και να έχουμε πολύ αξιόλογα αποτελέσματα, αλλά θα είναι η εξαίρεση στην οποία απλά έτυχε να βρισκόμαστε στο σωστό σημείο τη κατάλληλη στιγμή.
Απουσία αέρα με ύπαρξη ρεστίας (φουσκοθαλασσιάς) ή swell. Αν και είναι μια δυσεύρετη κατάσταση στους περισσότερους από εμάς, επειδή είχα την τύχη να τη συναντήσω κατά τη διαμονή μου στις βόρειες ακτές της Κρήτης, το αναφέρω περισσότερο σαν μέρος μιας ιδιαίτερης ψαρευτικής εμπειρίας που κλήθηκα να αντιμετωπίσω σε μεγάλο μέρος των ψαρεμάτων μου εκεί.
Η φουσκοθαλασσιά, δημιουργείται από τον δυνατό αέρα που φυσούσε τις προηγούμενες ημέρες στην ανοιχτή θάλασσα, δεν έχει καμία σχέση με τον επικρατούντα άνεμο εκείνης της ημέρας (πολύ πιθανό να υπάρχει άπνοια) και φυσικά δεν έχει συναντήσει ενδιάμεσα εμπόδια για να διασπαστεί ή να ελαττωθούν τα στοιχεία της. Το κύριο χαρακτηριστικό της φουσκοθαλασσιάς είναι ότι έχει κύματα μικρού ύψους, οι κορυφές των κυμάτων δε σκάνε αλλά ούτε ασπρίζουν (στην ανοικτή θάλασσα) και το μήκος τους αυξάνει όταν πλησιάζουν τις ακτές όπου και σπάνε απότομα δημιουργώντας θολούρα από τα ιζήματα και πάρα πολύ αφρό.
Είναι ευνόητο πως δεν ψαρεύονται όλοι οι τόποι με όλους τους καιρούς και το να προσπαθούμε με αντίξοες συνθήκες να φέρουμε αποτελέσματα, είναι μάλλον μάταιο και μερικές φορές και επικίνδυνο…
Η μοναδική δυσκολία στα ρηχά κομμάτια όπου και το αντιμετώπισα, ήταν τα απότομα και συνεχή σκαμπανεβάσματα λόγω κυματισμού του φελλού μαζί με την απουσία αέρα στα περισσότερα ψαρέματα. Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων όπου κι όταν υπήρχε, η διεύθυνσή του ήταν από την πλάτη και φυσικά με διευκόλυνε στο μαλάγρωμα. Λόγω λοιπόν του μικρού βάθους των σημείων και του αέρα που δεν υπήρχε, ο φελλός επιλέχτηκε να είναι μικρός σε μήκος, crystal για να είναι λιγότερο ευδιάκριτος, ανερμάτιστος (unloaded) και φυσικά backshots με ελεύθερο παράμαλλο μήκους όσο και το βάθος σχεδόν. Ο φελλός μονταρίστηκε ακριβώς μετά την ένωση της μάνας με το παράμαλλο και το πεδίο δράσης λόγω του περιορισμού της απόστασης ήταν σχετικά κοντά, τόσο όσο μου επέτρεπε το συνολικό βάρος της αρματωσιάς να πάει. Ακόμα και τις ημέρες που έτυχε να έχω λίγο αέρα από πίσω ώστε να με βοηθήσει σε μακρινότερες βολές και στο μαλάγρωμα, επειδή όλη η περιοχή ήταν μικρού βάθους, μέχρι 2-2,5 μέτρα, δεν χρειάστηκε να αλλάξω τύπο φελλού ή να τροποποιήσω το στήσιμο. Συνεχές μαλάγρωμα με bigattini πάνω στο φελλό και βρεγμένος λόγω των κυμάτων που έσκαγαν με δύναμη μπροστά μου καθώς ήταν αδύνατο να τραβηχτώ πιο πίσω λόγω της άγριας διαμόρφωσης των βράχων, μου χάρισαν μεγάλους και μαχητικούς σαργούς. Με τη ρεστία, σπάνια θα συναντήσουμε θαλάσσια ρεύματα παρά μόνο αέρα κάποιες φορές κι αυτός συνήθως μας ευνοεί στο μαλάγρωμα. Οι αρματωσιές μας θα πρέπει να είναι με κοντούς φελλούς αν το βάθος είναι όπως περιέγραψα νωρίτερα ή ανάλογοι μ’ αυτό ώστε να μην πονηρεύουν τα ψάρια. Η θολούρα είναι κι αυτή στα θετικά, όπου σε συνδυασμό με την αφρουδιά και το μαλάγρωμα μέσα σ’ αυτή θα ξεγελάσουν εύκολα τα θηράματα που θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τις πιο πάνω συνθήκες για εύρεση τροφής. Προσοχή μόνο στο σωστό ντύσιμο και στα βρεγμένα βράχια, ώστε να ήμαστε απόλυτα σίγουροι που και πως μετακινούμαστε πάνω σ’ αυτά ειδικότερα στη φάση του αποχιάσματος όπου τείνουμε να δίνουμε περισσότερη προσοχή στο θήραμα παρά στην ασφάλειά μας.
Απουσία αέρα με ύπαρξη θαλάσσιου ρεύματος. Πρόκειται και εδώ για μια εύκολη περίπτωση χωρίς ιδιαιτερότητες και άνετα διαχειρίσιμη γιατί αυτό που βλέπουμε, αυτό είναι και στην πραγματικότητα. Ο φελλός μας κινείται με βάση τη κατεύθυνση του θαλάσσιου ρεύματος και ο μόνος ίσως περιορισμός, έχει να κάνει με την απόσταση του μαλαγρώματος όπου ισχύουν ότι και στην 1η περίπτωση. Το μαλάγρωμα γίνεται πάντα πίσω από το φελλό και μερικές φορές, αν το θαλάσσιο ρεύμα είναι πολύ δυνατό και ανάλογα με το βάθος, σε αρκετή απόσταση πίσω από αυτόν γιατί θα πρέπει να υπολογίσουμε και το χρόνο που χρειάζεται η μαλάγρα για να βυθιστεί ειδικά αν μιλάμε για σκέτο bigattini. Θα πρέπει να υπολογίζουμε πάντα ότι εκεί που κάποια στιγμή θα σταματήσει ο φελλός μας επειδή κυρίως δεν θα του δίνουμε μέτρα από τη μάνα, θα πρέπει το αγκίστρι μας να συναντηθεί με το ίχνος της μαλάγρας μας, όποιας μορφής κι αν είναι αυτή. Σε ρηχά νερά με σταθερές αρματωσιές, το ιδανικό στήσιμο είναι με ανερμάτιστο φελλό και backshots, με τη μύτη του καλαμιού μέσα στο νερό. Εξίσου καλά αποδίδουν και οι κλασσικές σταθερές αρματωσιές, όμως το στήσιμο με backshots είναι το απόλυτο και πλέον αξεπέραστο στις πιο ταιριαστές συνθήκες ψαρέματος, όπου εδώ αν επιλέξουμε να κάνουμε το "ψαχτήρι" με τη βοήθεια των backshots, με ανοιχτό το pickup του μηχανισμού και διαρκή έλεγχο με το δάχτυλο του νάιλον που αφήνουμε, μπορούμε να ψάξουμε ουσιαστικά τεράστιο εύρος της ψαρεύτρας μας, απλώς δίνοντας ή σταματώντας μέχρι το κάρφωμα του ψαριού στο τέντωμα της αρματωσιάς. Να θυμίσω πως όταν αφήνουμε νάιλον από το μηχανισμό και "τρέχει" ο φελλός μπροστά, η αρματωσιά μας ακολουθεί από πίσω και είναι πιο δύσκολο να μας τσιμπήσει εκείνη τη στιγμή ψάρι, εκτός αν το έχει από πριν στο στόμα του και μ’ αυτόν τον τρόπο θα φανεί η τσιμπιά πάνω στη κίνηση. Τη στιγμή που "φρενάρουμε" το νάιλον, είναι και το σημείο που απαιτείται η προσοχή μας, γιατί εκείνη τη στιγμή θα περάσει μπροστά από το φελλό το δόλωμα με το αγκίστρι μας, θα τεντώσει ουσιαστικά η αρματωσιά μας κι εμείς θα ήμαστε σε απόλυτη επαφή μαζί της. Πάνω στο ίχνος της μαλάγρας, με τεντωμένο νάιλον και τα ψάρια σε κίνηση και ορεξάτα για μάχες, με σύμμαχο το θαλάσσιο ρεύμα και την απουσία μπερδεμάτων από την ύπαρξη αέρα, μας εγγυώνται ανεπανάληπτες συλλήψεις με δυνατούς αντιπάλους.
Δυστυχώς στις συρόμενες αρματωσιές και σε βαθιά νερά δε μπορούμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο, απλά εκεί προσπαθούμε να ερματίσουμε την αρματωσιά μας με όσο το δυνατό λιγότερο ερμάτισμα σε σχέση πάντα με το βάθος που ψαρεύουμε, δίνοντας τεράστια σημασία αρχικά στη σωστή βυθομέτρηση για να έχουμε σαφή εικόνα της ψαρεύτρας και κατόπιν στην όσο το δυνατό καλύτερη παρουσίαση, με μεγάλα απλώματα μολυβιών χωρίς συγκεντρώσεις βάρους ή μεγάλα μολυβάκια για να γλυτώσουμε λίγο χρόνο στο στήσιμο. Το παράμαλλο κι εδώ μπορεί άνετα να διατηρήσει το μεγάλο μήκος του, άσχετα αν επιλέξουμε να το ερματίσουμε ή όχι, το οποίο θα το κρίνουμε από την εξέλιξη του ψαρέματος και σαφώς είναι κάτι που πολύ εύκολα μπορούμε να το προσθέσουμε μετά. Το ερμάτισμα του παράμαλλου, καλό είναι να γίνεται με τα μικρότερα δυνατά μολυβάκια που διαθέτουμε, της τάξης του 0,060 – 0,070 γραμ., σε μονά ή ομάδες των δυο χωρίζοντας το παράμαλλο σε ίσες αποστάσεις των 50 – 60 εκατοστών συνολικού μήκους τουλάχιστον δυο μέτρων και τοποθετημένα πάντα πάνω σε τεντωμένο fluorocarbon για να μη μετακινούνται. Η χρήση καλαμιού bolognese, βρίσκει και εδώ τη χρήση του είτε με εγγλέζικη αρματωσιά σε βαθιά νερά με μεγάλα απλώματα στα μολύβια είτε ακόμα και με τη κλασσική χρήση συρόμενου bolognese φελλού σε κοντινή απόσταση, ίσως και κάτω ακριβώς από τη μύτη του καλαμιού για τον απόλυτο έλεγχο στο ρεύμα, αν και εφόσον μας το επιτρέπει το σημείο όπως η άκρη ενός βράχου με βαθιά αποχή μπροστά του ή ακόμα και στο τελείωμα ενός μόλου στην έξοδο κάποιου λιμανιού. Ο αέρας που απουσιάζει, μας κάνει τη ζωή εύκολη στο δούλεμα του μακριού καλαμιού και δεν θα μας δημιουργήσει κανένα πρόβλημα εκτός ίσως από το απόχιασμα όπου θα πρέπει να έχουμε παρέα ή να διαθέτουμε ανάλογου μήκους με το καλάμι μας κοντάρι απόχης.
Ύπαρξη αέρα χωρίς καθόλου ή πολύ ελαφριάς έντασης θαλάσσια ρεύματα. Μοιάζει πάρα πολύ με την προηγούμενη κατάσταση, με τη διαφορά πως εδώ τα πράγματα είναι ακόμα πιο εύκολα αντιληπτά από μέρους μας και συνεπώς δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλά πράγματα. Ο φελλός μας παραμένει στο ίδιο σημείο χωρίς να μετακινείται αριστερά – δεξιά, ελαφρώς πλαγιασμένος προς την διεύθυνση του αέρα και το θαλάσσιο ρεύμα, αν δεν απουσιάζει εντελώς, μπορεί να είναι τόσο πολύ μικρής έντασης που να μην μας επηρεάζει σχεδόν καθόλου. Οι αποστάσεις βολών είναι στο μέγιστο βαθμό που μπορούμε και μας επιτρέπει ο εξοπλισμός μας να διαχειριστούμε και σε άμεση σχέση με την ένταση του αέρα, το μαλάγρωμα με σκουληκάκια ή μαλάγρα είναι στα όρια χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και οι αρματωσιές που έχουμε να επιλέξουμε είναι είτε απλές σταθερές σε ρηχά νερά είτε απλές συρόμενες αντίστοιχα σε πιο βαθιά. Ιδανική περίπτωση κρίνουμε την παραπάνω συνθήκη όταν έχουμε τον αέρα να φυσάει από την πλάτη μας και να μας "ανοίγει" την αρματωσιά πάντα τεντωμένη με τη μέγιστη ευαισθησία στο παραμικρό άγγιγμα άρα και την άμεση αντίδραση από μέρους μας. Η τέλεια συνθήκη αέρα όπου σε συνδυασμό με ένα χαμηλό βαρομετρικό, πυκνή συννεφιά, πάνω σ’ ένα σχετικά ρηχό κομμάτι με ψάρεμα σε μεγάλη απόσταση και την υποψία πως από στιγμή σε στιγμή θα βρέξει, δημιουργούν τις καλύτερες προσδοκίες για ένα αξιοπρεπές ψάρεμα με την εγγλέζικη τεχνική. Το μαλάγρωμα εδώ, γίνεται ελάχιστα μετά ή πάνω στο φελλό, φροντίζοντας οι βολές μας να είναι περίπου στην ίδια ευθεία βάζοντας κάποιο ευδιάκριτο σημάδι πίσω από το φελλό στη στεριά αν υπάρχει ή κάτι στον ορίζοντα μακριά. Αυτό γίνεται για να κρατάμε τα ψάρια μαζεμένα στο ίδιο σημείο και να μην τα έχουμε να γυρίζουν σε μια τεράστια ακτίνα, ειδικότερα αν ψαρεύουμε με παρέα όπου έχουμε το κίνδυνο να τα σκορπίσουμε και φροντίζουμε πάντα όταν βγαίνει κάποιο μεγάλο ψάρι, ο άλλος να μαλαγρώνει ταχύτατα πριν αποχιάσει για να τα κρατάμε απασχολημένα και να ξεπερνούν γρήγορα την απώλεια και τη φασαρία που δημιουργούνται από το αγκιστρωμένο θήραμα. Με λίγο αέρα, σε βαθμό που να το κρίνουμε διαχειρίσιμο, μπορούμε αν θέλουμε να μοντάρουμε αντί για εγγλέζικο καλάμι, ένα καλάμι bolognese κάνοντας ήπιες βολές όπου λόγω του μεγάλου μήκους του καλαμιού, δεν καταπονούνται τα στελέχη του ώστε να κινδυνεύουν από κάποιο σπάσιμο. Το μοναδικό πιθανώς πρόβλημα, θα είναι στο σήκωμα του καλαμιού αν ο αέρας έρχεται από την πλάτη μας ή σε πλάγιας διεύθυνσης όπου το συνεχές του κράτημα θα μας κουράσει το καρπό.
Ύπαρξη αέρα και θαλάσσιων ρευμάτων, μέτριας έντασης. Συνήθως αυτή η συνθήκη μπερδεύει τον περισσότερο κόσμο γιατί ενώ βλέπουν τον αέρα να φυσάει προς μία ορισμένη κατεύθυνση, παρατηρούν το φελλό να μην μετακινείται καθόλου και θεωρούν εσφαλμένα πως δεν υπάρχει γενικά θαλάσσιο ρεύμα ή δεν αποκωδικοποιούν τι ακριβώς συμβαίνει κάτω από το φελλό τους. Ενώ κανονικά ο φελλός θα έπρεπε να μετακινείται από τον αέρα και την επιφανειακή μάζα του νερού η οποία τον επηρεάζει στο πάνω μισό κομμάτι του, ο φελλός παραμένει ακίνητος γιατί ακριβώς από κάτω υπάρχει ένα θαλάσσιο ρεύμα ίσης έντασης – δύναμης με τον αέρα και το οποίο τον επηρεάζει στο κάτω μισό κομμάτι του αντίστοιχα, με αποτέλεσμα αυτός να στέκεται ακίνητος και συνήθως κάθετα ως προς την επιφάνεια του νερού. Εφόσον κατανοήσουμε το τι ακριβώς συμβαίνει κάτω από το φελλό, είναι πλέον εύκολο να το διαχειριστούμε ανάλογα. Το θαλάσσιο αυτό ρεύμα, είναι αντίθετης κατεύθυνσης με τον αέρα και το μαλάγρωμά μας θα πρέπει να γίνεται με τη βοήθεια του αέρα και μακριά – μπροστά από το φελλό, έτσι ώστε το μαλάγρωμα να γυρίσει προς τα πίσω και να συναντήσει την αρματωσιά μας. Αν μαλαγρώσουμε προς την αντίθετη μεριά, κόντρα στον αέρα, μπορεί κάποια ποσότητα μαλάγρας να φτάσει στο φελλό (πιθανόν από τον αέρα που φυσάει προς τα εκεί), αλλά μέχρι να κατέβει και να μπει στην περιοχή ενδιαφέροντος που βρίσκεται και το δόλωμά μας, θα έχει παρασυρθεί από το θαλάσσιο ρεύμα και θα έχει καταλήξει πολύ μακριά από εκεί που νομίζουμε ότι βρίσκεται. Το αποτέλεσμα είναι προφανές και τα ψάρια θα καταναλώνουν τη μαλάγρα μας σε απόσταση ασφαλείας από εμάς και τις παγίδες που τους είχαμε ετοιμάσει. Αν ήμαστε παρατηρητικοί κατά τη διάρκεια του ψαρέματος και δεν ήμαστε σίγουροι ότι συμβαίνει αυτό που περιγράψαμε, θα δούμε πως κάποια στιγμή κι αυτό συμβαίνει διαρκώς ανά τακτά διαστήματα οπότε αναγκαστικά θα το αντιληφθούμε, ότι μια από τις δυο συνθήκες και για ελάχιστα λεπτά (ένα με δυο συνήθως) αδυνατίζει ελαφρά ή αν θέλετε δυναμώνει στιγμιαία ή άλλη και ο φελλός κινείται προς αυτήν τη συνθήκη που τον επηρεάζει περισσότερο (η ένταση του αέρα είναι αυτή που αυξομειώνεται συνήθως μέχρι να επανέλθει και πάλι στην προηγούμενη κατάσταση). Οπότε, να μη μας κάνει εντύπωση αν δούμε το φελλό να μετακινείται μαζί με το θαλάσσιο ρεύμα και αντίθετα από τον αέρα, είναι αυτονόητο πως συμβαίνει αυτό ακριβώς που νομίζαμε και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Τα παραπάνω, τα συναντάμε πολύ συχνά στις ακτογραμμές μας και αποτελούν τη συνήθη πραγματικότητα στο μεγαλύτερο μέρος των ψαρεμάτων μας, στημένοι στα βραχοτόπια αναζητώντας τους σαργούς όπου η κίνηση του αέρα και των θαλασσίων ρευμάτων γίνονται σχεδόν παράλληλα προς τις ακτές μας, ακολουθώντας τη μορφολογία και το ανάγλυφο αυτών. Οι αρματωσιές μας και εδώ, είτε σταθερές είτε συρόμενες, μπορούν να είναι απλές στο στήσιμο, ελαφρώς βαρύτερες στο συνολικό ερμάτισμα, με προοδευτικό ή μη άπλωμα των μολυβιών σε ίση ή μη απόσταση μεταξύ τους. Μπορούμε, αν ψαρέψουμε με σταθερή αρματωσιά, να μοντάρουμε ένα straight ή insert waggler φελλό με +2 ή +3 ερμάτισμα και να ξεφύγουμε από το κλασσικό +1 που συνήθως δουλεύουμε στις σταθερές, αξιοποιώντας το παραπάνω βάρος στο κορμό της αρματωσιάς μας, όπου θα μας επιτρέψει μια πιο κάθετη παρουσίαση του δολώματος χωρίς φυσικά να αμελήσουμε και το ερμάτισμα του παράμαλλου. Προσοχή να μην παρασυρθούμε από τις συνθήκες και θεωρήσουμε πως τα μεγάλα μολύβια στο κάτω μέρος της αρματωσιάς θα περάσουν απαρατήρητα στα μεγάλα ψάρια, τα οποία δυστυχώς αντιλαμβάνονται τις παγίδες σχετικά γρήγορα και προτού να το καταλάβουμε, έχουν φτύσει το αγκίστρι μας και έχουν απομακρυνθεί χωρίς εμείς να νιώσουμε το παραμικρό βούλιαγμα στο φελλό μας.
Ύπαρξη δυνατού αέρα και θαλάσσιων ρευμάτων μέτριας έντασης. Από τις πιο κουραστικές συνθήκες ψαρέματος που θα συναντήσουμε είναι ο δυνατός αέρας, ειδικά αν στο σημείο που επιλέξαμε να στηθούμε, τον έχουμε από πίσω μας και πολλές φορές λόγω μορφολογίας του χώρου, φυσάει ταυτόχρονα και από το πλάι μας. Συνήθως μας δημιουργεί μπερδέματα στις αρματωσιές μας κατά τη διάρκεια των βολών και γι’ αυτό επιλέγουμε από πριν πιο μαζεμένα ερματίσματα για να τα αποφύγουμε όσο μπορούμε περισσότερο. Μια συνηθισμένη κατάσταση είναι ο αέρας να παρασύρει το φελλό μας συνέχεια προς μια κατεύθυνση και η αρματωσιά μας να βρίσκεται μόνιμα ψηλά και μακριά από το βάθος που θέλουμε. Ο φελλός, διακρίνεται από το γεγονός πως είναι διαρκώς πλαγιασμένος και σχεδόν ποτέ σε κάθετη θέση, λόγω της μεγάλης έντασης του αέρα και του πάνω στρώματος του νερού που επηρεάζεται από αυτό. Με δεδομένο ότι ο φελλός παρασύρεται γρήγορα προς το σημείο που φυσάει, είναι παραπάνω από σίγουρο ότι το θαλάσσιο ρεύμα είναι αντίθετο με τον αέρα και μικρότερης έντασης – δύναμης. Στο κατώτερο στρώμα του νερού, τα πράγματα για το παράμαλλο αν έχουμε στήσει σωστά την αρματωσιά μας, είναι πολύ καλύτερα ειδικά όταν ο φελλός μας τεντώσει. Αν και ο χρόνος που μας απομένει για να ψαρέψουμε είναι ελάχιστος στο σημείο αυτό, παρόλα αυτά αν είναι να συμβεί κάτι, θα γίνει τότε κι αυτό γιατί λόγω της μεγάλης δύναμης του αέρα, θα παρατηρήσουμε πως έχει την τάση μετά από λίγο να μας παρασύρει προς τα ρηχότερα κομμάτια της ακτής, πλάγια κατά βάση και προς τη στεριά με αποτέλεσμα να σκαλώνουμε μετά από ελάχιστη ώρα. Το μαλάγρωμα θα πρέπει να γίνεται πολύ πιο μπροστά από το φελλό για να μπορέσει όταν αυτό βυθιστεί, να έρθει περίπου εκεί που θα σταματήσει ο φελλός και να μαλαγρώσει την περιοχή ενδιαφέροντος.
Η ύπαρξη τόσο δυνατού αέρα και ανάλογα το σημείο που βρισκόμαστε, δημιουργεί συνθήκες έντονου κυματισμού στα ανοιχτά της ευρύτερης περιοχής και το κύμα που χτυπάει στις απέναντι κοντινές ακτές, επιστρέφει προς το μέρος μας δημιουργώντας αφρουδιά, κίνηση και οξυγονωμένα νερά χαμηλής ορατότητας στα ρηχά κομμάτια. Η λογική επιτάσσει να στηθούμε στο βράχο, στο κατώτερο δυνατό σημείο, πάντα με προσοχή για να μη βραχούμε και κυρίως για να μην γλιστρήσουμε και βρεθούμε ξαφνικά μέσα στη θάλασσα με απρόβλεπτη εξέλιξη. Αν έχουμε γνώση του τόπου και μπορούμε να μεταφερθούμε αλλού, θα επιλέξουμε ένα πιο κάθετο ως προς τις καιρικές συνθήκες σημείο, ώστε να αντιστρέψουμε την μέχρι τώρα εις βάρος μας κατάσταση προς όφελός μας. Ψαρεύοντας μέσα στην αφρουδιά και με τον καιρό να μας ανοίγει, οι φελλοί μας θα χάνονται διαρκώς από τα μάτια μας λόγω κυματισμού αλλά σε μια λογική απόσταση από εμάς τα πράγματα λειτουργούν πιο σταθερά. Θα είναι λάθος κίνηση να αφαιρέσουμε μέρος του ερματίσματος από το φελλό για να γίνει πιο διακριτός σ’ αυτές τις συνθήκες, γιατί τότε ο φελλός μας θα ανεβοκατεβαίνει διαρκώς και άρα θα είναι συνέχεια ορατός, αλλά ξεχνάμε πως ότι κάνει ο φελλός μας στην επιφάνεια, το ίδιο ακριβώς κάνει και το δόλωμά μας από κάτω του, με το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο. Με λίγα λόγια, το δόλωμα κινείται διαρκώς και αυτό πάνω - κάτω και είναι δυσκολότερο στα ψάρια να το δοκιμάσουν, καθώς θα επιλέξουν τα κομμάτια της μαλάγρας που τους είναι πιο εύκολα. Η λύση έρχεται με τον υπερερματισμό του φελλού ελάχιστα παραπάνω από το μέγιστο όριο του και εννοείται πως θα ερματίσουμε και το παράμαλλο με το γνωστό πλέον τρόπο. Ένα μικρό μολυβάκι της τάξης του 0,10 του γραμμαρίου στο πάνω κομμάτι της αρματωσιάς μας συνήθως κοντά στα μολύβια που σταματάει ο φελλός, πολλές φορές είναι αρκετό για να μας κάνει το φελλό πιο σταθερό στα σκαμπανεβάσματα του κυματισμού και να προκαλέσει τα ψάρια να τσιμπήσουν το δόλωμα. Ακόμα κι αν δεν βλέπουμε το φελλό, το απότομο τέντωμα του νάιλον από κάποιο ψάρι θα μας βγάλει από την αναμονή, αν και όταν μάθουμε να διακρίνουμε το φελλό μας σε τέτοιες συνθήκες, σχεδόν πάντα αντιλαμβανόμαστε το τσίμπημα λόγω της καθυστερημένης εμφάνισης του φελλού μας ο οποίος ακόμα και έτσι διατηρεί μια επαναλαμβανόμενη συχνότητα στα πάνω - κάτω.
Στην περίπτωση αυτή, η διακριτικότητα της αρματωσιάς μας σε λεπτά παράμαλλα λίγη σημασία έχει, καθώς το χοντρότερο σε διάμετρο παράμαλλο, προσφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα – ελεύθερη παρουσίαση στο νερό και λίγο παραπάνω σιγουριά στα τριψίματα από τα δόντια των ψαριών, πιθανότατα λόγω καθυστερημένης αντίδρασης από την πλευρά μας στο κάρφωμα. Η βυθισμένη μύτη του καλαμιού στο νερό επιβάλλεται, όπως και το ντύσιμό μας το οποίο πρέπει να είναι ανάλογο των συνθηκών που επιλέξαμε. Ο εξοπλισμός μας θα πρέπει να βρίσκεται αρκετά ψηλότερα από το σημείο που είμαστε στημένοι και η απόχη κοντά μας αλλά σε τέτοιο σημείο ώστε να μην κινδυνεύουμε να την παρασύρει κάποιο μεγάλο κύμα.
Ύπαρξη δυνατού θαλάσσιου ρεύματος και μέτριας έντασης αέρα. Χαρακτηριστικό της συνθήκης αυτής, είναι ότι ο φελλός μας πηγαίνει αντίθετα με την διεύθυνση του αέρα. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να μαλαγρώσουμε μπροστά ή πάνω στο φελλό μας (έτσι κι αλλιώς θα μας εμποδίζει κατά κάποιο τρόπο ο αέρας), γιατί το ίχνος της μαλάγρας μας δεν πρόκειται να συναντηθεί ποτέ με το δολωμένο μας αγκίστρι. Στην παρούσα συνθήκη το θαλάσσιο ρεύμα μπορεί να είναι "ποτάμι" όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στους κύκλους των ψαράδων αλλά επειδή ο φελλός μας κοντράρεται ελαφρά με τον μέτριας έντασης αέρα, να κρίνουμε λάθος την ένταση του θαλάσσιου ρεύματος. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα η μαλάγρα μας να χάνεται γρήγορα από το ψαρευτικό μας πεδίο και να διασκορπίζεται σε μεγάλη απόσταση. Αρκεί να παρατηρήσουμε προσεκτικά την εξέλιξη του ψαρέματος και αν δούμε ότι οι τσιμπιές είναι ελάχιστες ή καθόλου, να μαλαγρώσουμε με τη βοήθεια του αέρα αρκετά πιο μακριά και πίσω από το φελλό από πριν (μπορεί κάποιος να χρειαστεί να περάσει αρκετά πίσω από τους φελλούς μας στα βράχια και μακρύτερα από το σημείο του ψαρέματος, για να μαλαγρώσει και να ξανά γυρίσει πίσω) και να περιμένουμε τη μαλάγρα να μαζέψει τα ψάρια στο σωστό σημείο. Αν οι συνθήκες του θαλάσσιου ρεύματος είναι υπερβολικά έντονες, ο φελλός μας να παρασύρεται πιθανόν προς τα ρηχότερα σημεία και τα αποτελέσματα να παραμένουν φτωχά, είναι προτιμότερο να αλλάξουμε τοποθεσία ή ακόμα και να τερματίσουμε την εξόρμησή μας νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα που είχαμε θέσει ως όριο αρχικά. Τέτοιες συνθήκες, πολύ δύσκολα θα συναντήσουμε σε κόλπους ή ελαφρώς "κλειστά" κομμάτια, ενώ είναι πιο πιθανό να τις βρούμε κοντά ή πάνω στις άκρες των κάβων, σε ανοιχτά και εκτεθειμένα σημεία ή σε τόπους που λόγω κάποιας ιδιαιτερότητας το παρουσιάζουν. Οι βαριές σε ερμάτισμα αρματωσιές και τα δυνατά καλάμια είναι μονόδρομος αν και πολλές φορές ούτε αυτά είναι ικανά να ξεπεράσουν τη δύναμη της φύσης. Μια περίπτωση επίσης είναι το θαλάσσιο ρεύμα να έχει κατεύθυνση προς τα πάνω μας όπου εκεί είναι σχεδόν αδύνατο να κάνουμε κάτι, γιατί μας δημιουργούνται διαρκώς μπόσικα στην πετονιά της μάνας και το πιθανότερο θα είναι να σκαλώνουμε τις αρματωσιές κοντά μας. Είναι από τις περιπτώσεις που μαζεύουμε τον εξοπλισμό μας με συνοπτικές διαδικασίες και ή αλλάζουμε εντελώς περιοχή ή επιστρέφουμε στη βάση μας.
Ύπαρξη δυνατού θαλάσσιου ρεύματος και δυνατής έντασης αέρα. Είναι φανερό πως απλά δεν είναι μια μέρα για ψάρεμα. Δυνατές ριπές αέρα, με πιθανούς στροβιλισμούς από διάφορα σημεία, δυσκολία στο μαλάγρωμα και θαλάσσιο ρεύμα στο οποίο είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε την ακριβή ένταση και την κατεύθυνσή του, είναι σημάδι αλλαγής τεχνικής αν θέλουμε να επιμείνουμε ή επιστροφή και ενασχόληση με κάτι άλλο όπως καθαρισμός και συντήρηση εξοπλισμού. Θεωρώ μάταιη την οποιαδήποτε προσπάθεια να συνεχίσουμε το ψάρεμα, ειδικά αν οι ψαρευτικές συνθήκες άλλαξαν στην πορεία προς το χειρότερο, ακόμα και αν βρισκόμαστε σε μια μακρινή εξόρμηση. Η μοναδική περίπτωση να ψαρέψουμε έστω και με μικρές πιθανότητες για κάποιο καλό θήραμα, είναι να γνωρίζουμε την ευρύτερη περιοχή καλά και να διαθέτουμε κάποιο σημείο το οποίο να είναι καλά προστατευμένο από τον καιρό. Χωμένοι κάπου χαμηλά σε κάθετα βράχια από πίσω και πάνω μας πχ., όπου ο αέρας θα περνάει σε μεγάλο ύψος χωρίς να μας επηρεάζει ιδιαίτερα και ψάρεμα συνήθως κοντά μας και φυσικά σε πιο ρηχά νερά όπου τουλάχιστον δεν θα ταλαιπωρούμαστε από αυτόν και δεν θα ματαιώσουμε την εξόρμησή μας, είναι ίσως και η μόνη μας επιλογή.
Σε γενικές γραμμές, αυτές ήταν οι κυριότερες περιπτώσεις συνθηκών αέρα και ύπαρξης θαλάσσιων ρευμάτων που θα συναντήσουμε στις ψαρευτικές μας εξορμήσεις. Γνωρίζοντας από πριν πως να τις ξεχωρίσουμε μεταξύ τους, διαθέτουμε πλέον τον τρόπο να τις αντιμετωπίσουμε με τα ανάλογα στησίματα στις αρματωσιές μας και αποκτώντας με τον καιρό την εμπειρία, να κάνουμε το ψάρεμά μας πιο ευχάριστο και αποδοτικό. Σαφέστατα και θα συναντήσουμε περιπτώσεις όπου τα πράγματα θα εξελίσσονται διαφορετικά από αυτό που ήδη γνωρίζουμε, αλλά σίγουρα θα μπορούμε να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα καλύτερα και με μια νέα προσέγγιση αυτή τη φορά. Οι μοναδικές περιπτώσεις που θα συναντήσουμε δυσκολίες αλλά θα είναι μάλλον ελάχιστες, είναι όπως ανέφερα παραπάνω, σημεία με τοπικές ιδιαιτερότητες που χρήζουν τελείως διαφορετική αντιμετώπιση και σίγουρα πιο ήπιες καιρικές συνθήκες για να ψαρευτούν. Είναι ευνόητο πως δεν ψαρεύονται όλοι οι τόποι με όλους τους καιρούς και το να προσπαθούμε με αντίξοες συνθήκες να φέρουμε αποτελέσματα, είναι μάλλον μάταιο και μερικές φορές και επικίνδυνο. Οπότε, πρωτίστως θα πρέπει να φροντίζουμε για την ασφάλειά μας με όποιο τρόπο θεωρεί ο καθένας μας σωστό και κατόπιν να μας απασχολεί ο τρόπος και η διαδικασία του ψαρέματος. Προέχει πάντα και πάνω απ’ όλα η σωματική μας ακεραιότητα και στη συνέχεια το όποιο αποτέλεσμα του ψαρέματος…